της Μαρίας Μαγγιώρου*

Ι. «τιμής και δέους και ωφελείας»: τρεις Τρόποι ψυχικής ύπαρξης

Η ιστορία περιλαμβάνει και την πάλη μεταξύ «αληθειών», δηλαδή των πολιτισμών ως οντολογικών πίστεων. Έτσι, οι θρησκευτικοί πόλεμοι δεν γίνονται για το δόγμα αλλά για αυτό που κάθε κοινωνία ορίζει ως «αληθινό». Το τι αντιλαμβάνεται η καθεμία για το τί είναι το Είναι θεμελιώνει, με τη μορφή κοινωνικής Παράστασης, έναν κόσμο Σημασιών.

Τρείς είναι οι δυνατότητες του παριστάνειν το Είναι, οπότε τρεις είναι και οι τρόποι σχέσης του ανθρώπου με το θείο και την εξουσία, τρεις και οι ανθρωπολογικοί τύποι ως τρόποι Βίου, δηλαδή ψυχικής ύπαρξης: Όταν πιστεύεται πως η Ύπαρξη είναι Ένα-καθολικό Είναι, τα άτομα διακατέχονται από το δέος του άλλου. Όταν πιστεύεται πως μόνο τα Πολλά-ατομικά όντα είναι αληθινές υπάρξεις, ο άνθρωπος βάζει το ατομικό συμφέρον πάνω από όλα. Υπάρχει όμως και η (μοναδική-ελληνική) περίπτωση της αληθούς Οντολογίας, όπου γίνεται αντιληπτό το Είναι ως Γίγνεσθαι και αποδεκτή η συνύπαρξη του καθολικού Όντος με τα ατομικά όντα. Εκεί, απουσιάζοντας ο φόβος και το συμφέρον, ο τρόπος Βίου είναι της δόξας και τιμής, ο «πολιτικός», της Ανιδιοτέλειας, ένα αληθινό κοινωνείν. Αντί του φόβου, η Τόλμη και αντί του συμφέροντος, η Αρετή: η συνταγή για την Ελευθερίας.

Η «κοινωνία» της Δύσης, επειδή δεν να είναι μία είναι μία αλλά τρείς, περιλαμβάνει και τους τρείς τρόπους Βίου. Όπως το μαρτυρούν οι τρείς οντολογικές εκδοχές του χριστιανισμού, ο ένας τρόπος διαμορφώνει τον συμφεροντολόγο «αστό», ο άλλος τον «πραγμοποιημένο» υπήκοο που, όντας ήδη πράγμα/res, γίνεται «αλλοτριωμένος» εργάτης. Ο τρίτος, στρέφει τον πλούσιο σε ευεργεσίες και δεν αφήνει τον φτωχό ούτε τον κατακτημένο να βιώνει δουλεία.

Η «αλήθεια» περί ανυπαρξίας των ατομικών όντων γεννά το μύθευμα περί Μίας «Ανθρωπότητας του «ανθρωπισμού»». Η «αλήθεια» περί ανυπαρξίας καθολικής Ύπαρξης γεννά το μύθευμα περί του «εκ γενετής ολοκληρωμένου ανθρώπου» του ατομικισμού. Η Αλήθεια περί συνύπαρξης του Όντος με τα όντα γεννά αληθινούς Μύθους έτσι ώστε να καλαβαίνουν οι πάντες ότι «Άνθρωπος γίνεσαι». Αυτό δεν μπορεί να γίνει κατανοητό στις άλλες κοινωνίες, οι οποίες ωστόσο θέλουν να αυτοπροβάλλονται ως «πνευματικά ανώτερες». Έτσι, οικειοποιήθηκαν την «ανωτερότητα» με στρέβλωση της Αλήθειας χάνοντας και οι τρεις τη Σοφία. Σαν να μην έφτανε όμως αυτό, η παρερμηνεία της ελληνικής Οντολογίας λειτούργησε σαν το γκριζάρισμα των ελληνικών νησιών αφού δεν επιτρέπεται να ισχύει ως Αλήθεια της ελληνικής κοινωνίας.

Οι δύο δυτικές κοινωνίες που στέρησαν την τρίτη από τον Πολιτισμό της, στέρησαν έναν ολόκληρο λαό από τον τρόπο της ψυχικής του ύπαρξης, τον Χαρακτήρα του. Και σαν να μην έφτανε που του στέρησαν την ψυχική ακεραιότητα, δύναμη και ικμάδα, τον τραυμάτισαν με τη συστηματική υποτίμηση της «νοοτροπίας» του, με «δολοφονία χαρακτήρα». Πίσω από το ψυχικό τραύμα μιας χώρας Ελευθερίας που έγινε αποικία, υπάρχει το βαθύ τραύμα από το γκριζάρισμα του ελληνικού Πολιτισμού.

ΙΙ. «Δι’ αρετήν» η ελευθερία της χώρας και «απ’ αρετής» η κοινωνική δικαιοσύνη

Για έναν λαό με Πολιτισμό Ελευθερίας, τόσο η συλλογική Ελευθερία όσο και η ατομική είναι ζητήματα του Τρόπου της Αρετής. Γράφει ο Θουκυδίδης: Δι αρετήν παρέδωσαν την χώραν ελευθέραν οι πρόγονοι… και τρόπων μεγάλα εγένετο τα της αρχής μας έργα. Κατά μεν τους νόμους πάσι το ίσον κατά δε την αξίωσιν απ’ αρετής.

Διευκρινίζει μάλιστα πως αυτό που κάνει τη διαφορά ανάμεσα στην πόλη-κράτος και στην Πόλη-Τρόπο Αρετής είναι «η πίστη στο εύψυχον». Πίσω από τον ιδιαίτερο ανθρωπολογικό τύπο του αυτεξούσιου ανθρώπου βρίσκεται η Οντολογία του Λόγου ως πίστη στον, ομοούσιο με τον θεϊκό, ανθρώπινο Λόγο.

Πλην Λακεδαιμονίων»! «Τω ευψύχω πιστεύοντες» δεν ισχύει για τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι δεν πιστεύουν στην Ανιδιοτέλεια και την ασυνείδητη Σοφία της Καλοκαγαθίας. Η οντολογία των Σπαρτιατών όπως των Ρωμαίων και των Ρωμαιοκαθολικών θέλει τους ανθρώπους ατελείς ώστε να μπορούν να είναι υποτελείς. Η Res Publica θέλει πολίτες-υπηκόους, οπότε «η εθνική τους κυριαρχία θέλει πολεμική προετοιμασία αντί αρετής». Εκεί, ο ίδιος ο λαός δεν θέλει την αυτοκυβέρνηση αφού δεν μαθαίνει την αυτεξουσιότητα. Του αρκεί να μην καταπιέζεται, του αρκούν τα ολίγα περιθώρια ελεύθερης κίνησης, οι libertates που τους παραχωρούν αν θέλουν οι κατέχοντες το χρήμα και την εξουσία.

Με μια πρώτη ματιά, όλοι οι Έλληνες πατριώτες είναι ίδιοι γιατί όσοι «όρισαν να φυλάγουν Θερμοπύλες» δεν μοιάζουν ούτε με τους Ανατολίτες -αφού διαθέτουν «τόλμη» (μαζί με την ευσπλαχνία)- ούτε με τους Βόρειους-Δυτικούς λόγω των παθών. Στην πραγματικότητα, υπάρχουν δύο Ελλάδες γιατί την επικρατούσα Οντολογία της Ελευθερίας την αμφισβητεί η παράδοση των Λακεδαιμονίων. Η σύγχυση Σπάρτης και Αθήνας διευκόλυνε το γκριζάρισμα, στο οποίο προστέθηκε η ψευδής αντίληψη του ρωμαϊκού Δημοσίου σαν δημοκρατίας.

Το γκριζάρισμα ολοκληρώθηκε με την ταύτιση δυτικής «ορθολογικότητας» και ελληνικής Ορθοδοξίας: Το ορθώς θέλειν του φρόνιμου συγχέεται με την «ψυχρή» λογική (reason without passion). Τελικά, όλες οι κεντρικές κοινωνικές Σημασίες των Ελλήνων έγιναν αγνώριστες ως δήθεν πανανθρώπινες «πνευματικές» και «ηθικές» αξίες, δηλαδή ένας φερετζές ηθικισμού. Αλλά με χαμένη και την Παρρησία τους μαζί με τις υπόλοιπες αρετές τους, οι Έλληνες δεν τολμούν να πουν την αλήθεια: πως δεν υπάρχει στον δικό τους κόσμο Παραστάσεων ούτε ίχνος από τις Σημασίες άλλων οντολογιών όπως η «αξία», το «πνεύμα», η «ιδέα», η «ιστορία», η «ηθική», η «πρόοδος», η «κουλτούρα», η «οικουμενικότητα», ο «ουμανισμός», η «λογική» κ.ο.κ.

Για όσους μπορούν να τον συλλάβουν, ο ελληνικός Πολιτισμός δεν είναι παρά ο ψυχο-νοητικός Τρόπος του να γίνεις Άνθρωπος αντί ανθρωπο-λύκος ή ανθρωπο-πρόβατο. Όπως ακριβώς η χριστιανική Ορθοδοξία, δεν είναι παρά ένα manual με τις οντολογικές προδιαγραφές που αρμόζουν στο ανθρώπινο και το κοινωνικό γίγνεσθαι. Κατά τη συνταγή της οντολογικής Αλήθειας, τόσο ο άνθρωπος όσο και η κοινωνία αποτελούν ζητούμενα επειδή είναι «φύσει όντα»: μπορούν να οριστούν μόνον εφόσον γίνουν «αυτό που ήταν να γίνουν». Τόσο η Πόλη όσο και ο Πολίτης αποτελούν Νόημα-Σκοπό ζωής, αφού ήταν να γίνουν τέλειες-ολοκληρωμένες υπάρξεις («όντως όντα»). Το νόημα της Πόλης (ως Τρόπου της Αρετής) ταυτίζεται με τη Δικαιοσύνη και το νόημα του Πολίτη (ως Καλού και Αγαθού) ταυτίζεται με την Ανθρωπιά.

Η «συμφορά» έγκειται στο ότι ενδώσαμε -όπως συμβαίνει συνήθως με όσους χάνουν την ψυχική τους ακεραιότητα. Η ίδια η κιβωτός της αρχαίας Σοφίας, η Ορθόδοξη Εκκλησία απέκτησε ρωμαιοκαθολικές και προτεσταντικές πίστεις και πρακτικές. Ορόσημο για τη «μέρα που αφέθηκες κ’ ενδίδεις» ήταν η αποδοχή του κράτους-σατραπείας σαν να πρόκειται για την Πόλη-Κοινωνία. Αλλαξοπιστήσαμε οντολογικά πιστεύοντας κι εμείς στα δυτικά realia, σε υποστασιοποιημένες έννοιες όπως το κράτος. Έκτοτε, ισχύει το καβαφικό «άλλα ζητεί η ψυχή σου, γι’ άλλα κλαίει».

Βέβαια, ολόκληρη η ευρωπαϊκή κοινωνία του 19ου την πάτησε με τις «ιδέες του Διαφωτισμού», πίσω από τις οποίες κρυβόταν η Ηγεμονία του ατλαντικού υλισμού-θετικισμού. Όλοι οι Ευρωπαίοι μεταμορφώθηκαν σε «μοντέρνους», στον ανθρωπολογικό τύπο που είναι λειτουργικός για τον ατομικισμό της ατλαντικής οντολογίας. Οι Έλληνες ωστόσο, και λόγω της αποικιοκρατίας και λόγω ψυχικού τραύματος, έριξαν μαύρη πέτρα πίσω τους την Οντολογία που τους έκανε αυτεξούσιους. Αντάλλαξαν την Ελευθερία για «δομές» και «συστήματα» που σπέρνουν τον κομφορμισμό. Κατάντησαν από δημιουργοί του εαυτού τους και της κοινωνίας τους, δημιουργήματα ενός ανελεύθερου τρόπου σκέψης και ψυχικής ύπαρξης.

Τον 19ο αιώνα, ηγεμονεύοντος του αγγλικού πραγματισμού, χάθηκε και η γερμανική οντολογία που γεννούσε την «Κριτική Θεωρία». Ενώ, το μακιαβελικό κράτος εξιδανικεύτηκε με τη συνδρομή του γαλλικού ρεαλισμού, στέρεψε η λατινική πηγή του γερμανικού ιδεαλισμού-ρωμαντισμού. Υπήρξε τόσο σφοδρή η επίθεση του υλισμού-θετικισμού που εξαφάνισε τη γερμανική-στωική πίστη στην Ολότητα της ύπαρξης και την καθολικότητα ενός Λόγου-Συνείδησης. Η ηθική αυτή πίστη ήταν που χάριζε στους Γερμανούς την ικανότητα του θεωρείν, η οποία μαζί με την ελευθερία βούλησης των Βορείων παντρευόταν με την ελευθερία κρίσης. Τότε ήταν χάθηκε το «ηθικό πλεονέκτημα» του γερμανικού ιδεαλισμού, το οποίο λαθεμένα αποδίδουμε στην αριστερά και σήμερα μόλις παρατηρούμε την απώλειά του.

ΙΙΙ. «όταν καταστρέφεται η πατρίδα, ακόμα και ο καλότυχος χάνεται μαζί της, ενώ η σωτηρία του κακότυχου είναι η ευημερία της»

Έναν αιώνα μετά, το «παρελθόν» του ελληνικού Τρόπου φαινόταν απόμακρο και δεν ήταν πια καθαρό ότι πρόκειται για οντολογική συνταγή, για κάτι που δεν κομματιάζεται και δεν εκσυγχρονίζεται. Το ερώτημα στον 20ο αιώνα ήταν το πώς ορισμένες από τις «αρχαίες αξίες» θα μπορούσαν να «γονιμοποιήσουν» το σήμερα. Και επειδή, υπό το πρίσμα της βιολογίας, η γονιμοποίηση γίνεται με σπέρματα, θεωρήθηκε σκόπιμο να επιλεγούν κάποιες «αξίες-σπέρματα» για να «μετουσιωθούν». Το κριτήριο επιλογής ενός τέτοιου «δημιουργικού ιστορικισμού» θα ήταν η αλήθεια-ζωντάνια με την έννοια του «σπέρματος που βλασταίνει», αυτού που «αληθινά δίνει εκείνο που υπόσχεται».

Με αγνοημένη της σημασία της Σημασίας, δεν λαμβάνεται υπόψη ότι ο άνθρωπος βλέπει για πραγματικό μόνον αυτό που η κοινωνία του ορίζει για λογαριασμό του ως αληθινό. Επομένως, με τη σημερινή μας ψυχο-νοητική κατάσταση δεν γίνεται να αντιληφθούμε την Κοινωνία του Εμείς με τη Σημασία του «άνδρες η Πόλις». Τι να μας κάνουν οι «αξίες» αν δεν μπορούμε να συλλάβουμε την Οντολογία που διαμορφώνει τον ανθρωπολογικό τύπο που προτιμάει την «αληθινή ζωή» του ευ ζην (του «φιλοσοφικού βίου» του Εμείς) από την υλική καλή ζωή (του «βίου των βοσκημάτων»);

Για να αλλάξουμε τις κοινωνικές μας συνθήκες, πρέπει πρώτα να ξαναστήσουμε την ύπαρξή μας σύμφωνα με την οντολογία που μας κάνει ολοκληρωμένους. Ο Τρόπος του φιλακαλείν και φιλοσοφείν που διατύπωσε ο Περικλής δεν είναι ένας αξιακός-αόριστος και ξεπερασμένος τρόπος σκέψης και ψυχικής ύπαρξης. Είναι ο πολύ συγκεκριμένος Τρόπος της Αρετής να προτιμάς την Ανιδιοτέλεια (το άχρηστο Ωραίο) στην καθημερινότητά σου («μετ’ ευτελείας») και η οντολογική σου πίστη να μην αφορά αφαιρετικές έννοιες που να τις βάζεις πάνω από τους πολίτες (universalia, «άνευ μαλακίας»).

Ο Χαρακτήρας του Ωραίου («καλού») και Φρόνιμου («αγαθού») δεν είναι ο ηθικά καλός αλλά ο οντολογικά ελεύθερος, ο Αυτεξούσιος ως προς το άρχειν της Ορθοδοξίας (του «ορθώς θέλειν») και ο Υπηρέτης του Λόγου της Σοφίας ως προς το άρχεσθαι (κατά τις επιταγές της Φρόνησης). Η αναβίωση του ελληνικού Τρόπου της Ανθρωπιάς μπορεί να υπάρξει μόνον αν κατανοήσουμε πως πρόκειται για άλλη σχέση του συνειδητού με το υποσυνείδητο εφόσον πιστέψουμε ότι υπάρχει και μια άλλη σχέση του ανθρώπου με την Κοινωνία και τον Κόσμο.

Η Διαύγεια της ελληνικής Συνείδησης σημαίνει την Εγρήγορση με την έννοια της αφυπνισμένης ασυνείδητης Σοφίας και της υπακοής στον Λόγο της. Αν η «νέα συνείδηση» σημαίνει ικανότητα σύλληψης της νέας πραγματικότητας, για τους Έλληνες χρειάζεται να προηγηθεί η Αφύπνιση του Λόγου με την πίστη στο Γίγνεσθαι του καθολικού Όντος.

Στον 21ο αιώνα, ίσως αυτό να είναι περισσότερο δύσκολο από άλλοτε επειδή σήμερα μπήκε στο στόχαστρο η ίδια η «ανθρωπινότητα» και διαμορφώνεται νέος ανθρωπολογικός τύπος. Θεωρείται «αφυπνισμένος» ο woke μηδενιστής που νομιμοποιεί την Ηγεμονία του σχετικισμού (το νέο στάδιο του υλισμού-θετικισμού). Ο «νέο-ανθρωπισμός» ή «ψηφιακός ανθρωπισμός» ή «μετα-ανθρωπισμός» είναι ένας υλισμός που κατατρόπωσε τις αξίες, ένας θετικισμός που εξάλειψε εντελώς τη Φύση, ένας ατομικισμός που αφάνισε το Δημόσιο, ένας καπιταλισμός που δεν άφησε ίχνος ηθικής.

Το Όλα Ιδιωτικό δείχνει την εξάλειψη της μίας από τις δύο οντολογίες που είχαν μείνει στη Δύση χωρίς την ελληνική. Χωρίς κρατική-πολιτική Εξουσία, πισωγυρίζουμε στο «απολίτευτο-φαύλο» καθεστώς της Δύναμης. Γυρίζουμε στην εποχή που ο Τόμας Χομπς μεταμόρφωσε τον Θουκυδίδη σε οπαδό της Δύναμης για να νομιμοποιηθεί η προπολιτική ατλαντικής οντολογία σαν να ήταν πολιτική.

Η συνειδητοποίηση ότι ένας μη-πολιτισμός εξόντωσε δύο πολιτισμούς, είναι μια καλή αρχή για αφύπνιση των Συνειδήσεων.

Ένα πράγμα είναι το υπαρξιακό ζήτημα της χώρας μας και ένα άλλο είναι η απώλεια ύπαρξης δύο αληθινών μεγάλων δυτικών πολιτισμών. Το αδιαχώριστο του εθνικού ζητήματος με το κοινωνικό θα πρέπει να περιλαμβάνει το αδιαχώριστο των κοινωνιών από την οντολογία τους, τον πολιτισμό τους.

«…ουδέν ίσον ξυναπόλλυται».

* Η Μαρία Μαγγιώρου είναι δρ πολιτικής κοινωνιολογίας