
ΤΟ ΥΠΑΡΞΙΑΚΟ ΜΑΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑ
του Αντώνη Ανδρουλιδάκη
Η πρώτη μας σκέψη στο πως αντιλαμβανόμαστε το υπαρξιακό πρόβλημα, το υπαρξιακό ζήτημα, είναι ως ένα ζήτημα επιβίωσης. Δηλαδή αυτή η συλλογικότητα θα την βγάλει τελικά καθαρή; Και αυτή η αντίληψη είναι νομίζω μια χαρά ένδειξη του πόσο ο αποικιοκρατικός τρόπος αντίληψης έχει κυριεύσει τις συνειδήσεις μας.
Γι’ αυτό προτιμώ να ακολουθήσουμε έναν διαφορετικό δρόμο αντίληψης του Υπαρξιακού, για να αξιολογησουμε το υπαρξιακο μας πρόβλημα, μ’ έναν τρόπο πιο κοντά στον δικό μας Τρόπο/τόπο, έτσι όπως για παράδειγμα το προσδιορίζει ο Ιρβιν Γιάλομ αναφερόμενος σε 4 απολυτες υπαρξιακές ανησυχίες ή υπαρξιακές συνιστώσες.
Η πρώτη είναι ο θάνατος, δηλαδή η σχέση μας με την απώλεια, το πένθος, την οδύνη, τον πόνο κ.λπ. Και εδώ ακολουθήσαμε το μονοπάτι του δυτικού ανθρώπου, δηλαδή της άρνησης του θανάτου ως να μην μας αφορά και να μην μας κόφτει. Ανάλογα σε ότι αφορά τον πόνο μπήκαμε για τα καλά στην κοινωνία της Αλγοφοβίας, αναζητώντας με κάθε ευκαιρία κάθε λογής παυσίπονα και παυσιλυπα που ο καπιταλισμός προσφέρει με το αζημίωτο βέβαια. Ξεχάσαμε ότι ο πόνος, η συναισθηματική οδύνη, στην Ελλάδα κάποτε δεν ήταν ατομική υπόθεση. Δεν ήταν μια μοναχική εμπειρία διαμεσολαβημένη από γιατρούς, θεραπευτές, παυσίπονα και πιθανόν μερικούς οικείους. Το ίδιο και η ευτυχία. Η χαρά, η γιορτή, όπως και η οδύνη και το πένθος μοιράζονταν υπαρξιακά ως υποθέσεις του συλλογικού. Μοιράζονταν πάει να πει πως οι άνθρωποι είχαν κοινή μοίρα, κοινό μερίδιο, στη ζωή. Ο πόνος αποτελούσε ένα υπαρξιακό πιστοποιητικό, ένα μαρτυρίκι στη βάπτιση της ζωής, και δεν ήταν άσχετος με το συλλογικό πεδίο. «Σήμερα εγώ, αύριο εσύ, όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε!».
Η δεύτερη συνιστώσα η ελευθερία με την ριψοκινδύνευση που αυτή προυποθέτει εγκαταλείφθηκε στην μανιώδη αναζήτηση μιας σταλιάς ασφάλειας. Λες και το υπαρξιακό ελληνικό εκκρεμές μετακινήθηκε μέσα σε 200 χρόνια ελεύθερου εθνικού βίου από το ένα άκρο προτεραιοποίησης της Ελευθερίας στο άλλο της Ασφάλειας. Αν δοκιμάσουμε να εκφράσουμε αυτή την ταλάντευση με όρους ασυνείδητων αρχετύπων είναι σαν λέμε πως ξεφορτωθήκαμε τον Οδυσσέα και της ταλαιπωρίες του και υιοθετήσαμε τον Αντίνοο των αρχηγό των Μνηστήρων και τις απολαύσεις του. Οι Έλληνες σήμερα ζητούν με κάθε τρόπο ασφάλεια/σταθερότητα -σ’ αυτό τους ώθησε καθοριστικά και ο τρόπος διαχείρισης της πανδημίας- και όπως συχνά συμβαίνει στην Ιστορία οι άνθρωποι εκλέγουν για ηγέτη τους το κατ’ εξοχήν θύμα της απόγνωσης για ασφάλεια, δηλαδή το κατ’ εξοχήν θύμα της ατομικής αναταραχής και της αβεβαιότητας.
Ο συνδυασμός αυτών των δυο συνιστωσων θέτει το κρίσιμο ερώτημα που συνεγείρει τις συνειδήσεις των ανθρώπων και είναι το ναρκισσιστικό «γιατί σε μένα;» που οδηγεί στην απομονωμένη και με κάθε κόστος επιβίωση, ενώ το ερώτημα «γιατί όχι (και) σε μένα;», το ερώτημα που οδηγεί στη συνάντηση με τον απέναντι συμπάσχοντα Άλλο και άρα στη συγκρότηση του συλλογικού, δεν τίθεται καν.
Εύλογα η Τρίτη υπαρξιακή συνιστώσα που αναφέρεται στην μοναξιά, στην απομόνωση, δηλαδή στον τρόπο του σχετίζεσθαι, φορτίζεται με έντονη σχεσιακή δυσπιστία και οδηγεί στην κατάρρευση των πάσης φύσεως σχέσεων και στη διαμόρφωση αυτού που λεω «κοινωνία της ασχετίας». Το θεμελικό υπαρξιακό αίτημα, η υπαρξιακή ανάγκη του «ανηκειν» μένει οδυνηρά αναπάντητο. Οι άνθρωποι στην Ελλάδα δεν νοιώθουν ότι ανήκουν, καμιά φορά ούτε καν στην ίδια την οικογένεια τους, ούτε καν στις ερωτικές τους σχέσεις. Νοιώθουν αποκλεισμένοι, απομονωμένοι, ακόμη κι αν εντάσσονται σε συλλογικούς φορείς και κοινωνικά κινήματα που ευαγγελίζονται αυτήν ακριβώς την άρση του αποκλεισμού. Και το ποιός θα ανήκει ή όχι δεν είναι απλά μια συναισθηματική κατάσταση. Το ποιος θα ανήκει ή όχι έχει να κάνει με το πως και σε ποιους θα κατανέμονται οι πόροι του συστήματος. Το ανήκειν δηλαδή επηρεάζει το δούναι και λαβείν. Και εδώ η κυρίαρχη αφήγηση ορίζει πρός τον κάθε φορά αδύνατο ότι δεν θα ανήκει.
Τέταρτη συνιστώσα με βάση την ανάλυση αυτή είναι το νόημα της ζωής, όπου προφανώς με βάση τις σχέσεις με τον θάνατο, τον πόνο, την ελευθερία, τον έρωτα και τις σχέσεις όπως αναφέρθηκαν προηγούμενα η ζωή απονοηματοδοτείται. Ακριβώς γιατί το ερώτημα που πεισματικά και απογοητευτικά τίθεται είναι «τι άλλο να περιμένω πια από τη ζωή;» για να λάβει ως απάντηση την μόνιμη επωδό σε συζητήσεις που κάνουμε όλοι μας «δεν έχει νόημα ρε συ». Λησμονήσαμε το αυθεντικό ελληνικό ερώτημα των παπούδων μας «τι περιμένει η ζωή από εμένα» όπως το θέτει ο σπουδαίος Victor Frankl.
Αλλά αυτό είχε και μια παραπέρα συνέπεια.
Ακολουθώντας τυφλά τα σβηστά πλέον φώτα της εσπερίας μπήκαμε κι εμείς στην οδό της αυτοκαταστροφής ως τον μοναδικό τρόπο να εκφρασθούν τα ανείπωτα συναισθήματα, να απελευθερωθεί ο συναισθηματικός πόνος και η συσσωρευμένη ψυχική ένταση, να ανακτηθεί μια κάποια αίσθηση ελέγχου της ζωής, να κατευνασθούν οι τόσες ενοχές, η αυτομομφή και η αυτο-απέχθεια και να βιωθεί επιτέλους κάποιο είδος συναισθήματος, έναντι του συναισθηματικού κενού και του μουδιάσματος που έχει κατακλύσει πλεον τον δυτικό ψυχισμό.
Δηλαδή Η καταστροφή, η αυτοεξάλειψη, ως λύση-ανακούφιση στο χρόνιο υπαρξιακό αδιέξοδο του “δεν έχει νόημα”.
Και ύστερα απ΄όλα αυτά αναδύεται το ερώτημα «και τι να κάνουμε;» Και αυτό είναι το πιο λάθος ερώτημα που μπορεί να τεθεί. Το σωστό ερώτημα είναι «τι μας έχει συμβεί;»
Και αυτό που μας έχει συμβεί είναι ότι είμαστε μαριονέτες του συλλογικού μας τραύματος. Του τραύματος που είναι πολιτικό, πολιτισμικό, κοινωνικό, αποικιοκρατικό, ιστορικό και φυλετικό. Όλα όσα προανέφερα δεν είναι τίποτα άλλο παρά η ανταπόκριση μας στο συλλογικό μας τραύμα που παραμένει ανεπίγνωστο, ανεπεξέργαστο, αθεράπευτο και ρυθμίζει τη ζωή μας με την βοήθεια πάντα της κοινωνικής μηχανικής του κυρίαρχου συστήματος. Το συλλογικό Τραύμα μας έχει κλέψει την αίσθηση ότι είμαστε υπεύθυνοι (όχι με την έννοια της ενοχής) για τον τόπο και την κοινωνία μας.
Μας έχει κλέψει την αίσθηση ότι είμαστε επαρκείς, ότι μπορούμε, να κάνουμε κάτι γι’ αυτό.
Γι’ αυτό και νοιώθουμε πως η ζωή μας απλά συμβαίνει δίχως να έχουμε κάποιο έλεγχο εμείς.
Και κάπως έτσι γινόμαστε ανήμποροι παρατηρητές της συλλογικής μας καταστροφής.
Μοναδική διέξοδος είναι να έρθει στην επίγνωση μας πως η παθητική αυτή στάση μας δεν “είμαστε εμείς” πραγματικά, αλλά η προγραμματισμένη από τους συστημικούς μηχανισμούς αντίδραση στο Τραύμα μας.
Η αποικιοκρατία μας έπεισε ότι είμαστε κάτι άλλο απ’ αυτό που είμαστε, εμβολιάζοντας μας με μιαν πυρηνική αίσθηση αναξιότητας, ανεπάρκειας και αβοηθησίας.
Μπορώ να αναφέρω συνοπτικά τις ΕΠΤΑ ΑΟΡΑΤΕΣ ΠΛΗΓΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΤΡΑΥΜΑΤΟΣ
ή πως το συλλογικό Ελληνικό Τραύμα επηρεάζει την καθημερινότητα μας.
1. Εσωτερικευμένη υποτίμηση.
2. Προσβεβλημένη αίσθηση εαυτού.
3. Αίσθηση ψυχικού ελλείμματος/απελπισία.
4. Αφωνία/περιστολή της αυτοέκφρασης
5. Αίσθημα απώλειας και συλλογικής θλίψης.
6. Προσανατολισμός προς την επιβίωση.
7. Οργή
Όλα αυτά είναι οι συνέπειες μιας βαθύτατης ενδοψυχικής σύγκρουσης στο συλλογικό υπαρξιακό πλαίσιο αναφοράς. Είναι το συλλογικό τραύμα που μας καθιστά τόσο ευάλωτους στην εξαπάτηση και τη χειραγώγηση.
Με όρους ψυχοπαθολογίας πρόκειται για μια κοινωνία που υποφέρει. Η χώρα μας είναι η δεύτερη παγκοσμίως σε ποσοστά κατάθλιψης μετά τη Γροιλανδία. Στην 20ετία 2000-2020 η κατανάλωση αντικαταθλιπτικών αυξήθηκε κατά 248%. Ένας στους 4 Έλληνες πλέον πάσχει από κάποιας μορφής κατάθλιψη. Σύμφωνα με το Ευρωβαρόμετρο, έχουμε 6% βαριά κατάθλιψη και 15% βαριά αγχώδη διαταραχή. Δηλαδή, 1,5 εκατομμύριο άνθρωποι έχουν βαριά αγχώδη διαταραχή, ενώ το 63% του πληθυσμού ταλαιπωρείται από υψηλό στρες, που είναι το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρωπαϊκή ήπειρο.
Αυτό είναι αυτό που μας έχει συμβεί. Και όπως γράφει ο Γεράσιμος Κακλαμάνης «…Καὶ ὁ πλέον προηγμένος λαὸς τῆς Εὐρώπης σήμερα, ἐὰν ὑφίστατο τὴν ἀνάλγητη μεταχείρηση ἐξανδραποδισμοῦ πού ὑφίσταται ὁ ἑλληνικὸς λαὸς ἀπὸ τὴν ἀστική του ἡγεσία, σὲ πολὺ λιγότερο ἀπὸ 150 χρόνια θὰ μεταβαλλόταν σὲ ἀγέλη πιθήκων». Και γι’ αυτό ο Λαός μας χρειάζεται απεριόριστο σεβασμό.
Κράτησα για το τέλος μια φράση του Κόντογλου που νομίζω ότι απαντά στο αρχικό μας ερώτημα: γιατί υπαρξιακό;
Λέει λοιπόν ο Κόντογλου “Καλό είναι να υπάρχεις, αλλά να ζεις είναι άλλο πράγμα».
Και χρειάζεται επιτέλους να ζήσουμε. Το υπαρξιακό μας πρόβλημα, δεν είναι πρόβλημα επιβίωσης, αλλά πρόβλημα αξιοβίωτης ζωής.