του Γιάννη Πανούση

Είναι η ενοχή που μας κάνει να μην κοιταζόμαστε,
είναι οι τύψεις που μας κάνουν να μη μιλάμε
Βασίλης Κλείτσας, «Δεν έχουμε μέρος»

* Ο Γιάννης Πανούσης είναι καθηγητής εγκληματολογίας. Στο κανάλι του Συνεδρίου στο youtube, μπορείτε να βρείτε μεταξύ άλλων και την εισήγηση του Γ. Πανούση, με τίτλο «Οι μεταλλάξεις της βίας», από την 3η θεματική συνεδρία του συνεδρίου για «Το υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας στην τροχιά του 21ου αιώνα» που πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Μάιο. Δείτε την στον παρακάτω σύνδεσμο: www.youtube.com/watch?v=a-TnOCSDC6U

1. Αν είχαμε συμφωνήσει άπαντες οι πολίτες για «το τί είναι έγκλημα» και για «το ποιός είναι εγκληματίας» κι αν είχαμε προσυπογράψει το κοινωνικό συμβόλαιο για «το πως θα τιμωρείται ένας παραβάτης του νόμου», δεν θα χρειαζόμασταν ούτε τον Ποινικό κώδικα, ούτε τους δικηγόρους
Όμως οι αντιλήψεις, πεποιθήσεις, ιδεολογίες μας διαφέρουν, με συνέπεια να διαφοροποιούνται και οι προσεγγίσεις / ερμηνείες της εγκληματικότητας
Θα θίξω συνοπτικά κι επιγραμματικά κάποιες πτυχές του μετέωρου βήματος μη-συναίνεσης ως προς το περιεχόμενο των ποινικών κι εγκληματολογικών εννοιών.
2. Το έγκλημα για κάποιους προσλαμβάνεται ως «εγγενές Κακό», το οποίο εκριζώνεται μόνο με «εγχειρητικές παρεμβάσεις επί του σώματος του εγκληματία» [λοβοτομή, ευνουχισμός, ίσως και γενετικό μετα-βολισμό]. Γι άλλους το έγκλημα είναι είτε μία από τις μορφές αντίστασης κατά των ποικίλων καταπιέσεων γι’ αυτό και «η καλή βία» πρέπει να συγχωρείται και να μην τιμωρείται.
3. Ο εγκληματίας για μερικούς συνιστά προσωποποίηση του Διαβόλου, γεννημένος φονιάς ή βιαστής και μόνον η πυρά ή η ποινή του θανάτου μπορούν να μας προστατεύσουν από αυτόν. Γι ‘άλλους ο εγκληματίας μετουσιώνει μία «αγιότητα» του καταφρονεμένου, του αμαρτωλού, του τραγικού αντι-ήρωα, του απολωλότος ανθρώπου κι έτσι αποκτά χαρακτηριστικά ρομαντισμού.
4. Η εγκληματικότητα δεν λειτουργεί ως βαρόμετρο της κοινωνικής αποδιοργάνωσης αλλά ως στοιχείο ηθικού πανικού που νομιμοποιεί περισσότερη καταστολή ή και ως εργαλείο διακίνησης παραπληροφόρησης [fake news], ώστε ο έμφοβος πολίτης να πειθαρχεί στις εντολές του Νόμου και της Τάξης.
5. Η Αστυνομία παρουσιάζεται ως θύλακας φασιστών-δολοφόνων, ως ανεξέλεγκτος μηχανισμός που καταχράται της έννομης βίας κι ελάχιστοι την αντιμετωπίζουν ως θεσμό της Δημοκρατίας και προστάτη των φτωχών κι αδύναμων πολιτών.
6. Η Δικαιοσύνη γίνεται αντιληπτή σαν μία δράκα διεφθαρμένων ,που ερμηνεύουν το νόμο σύμφωνα με τις υποδείξεις της Εξουσίας και ελάχιστοι πιστεύουν ότι οι δικαστές αποτελούν μία ασπίδα απέναντι στα συμφέροντα των ισχυρών.
7. Οι φυλακές είναι κολαστήρια και οι φύλακες των καταστημάτων κράτησης θεωρούνται συλλήβδην βασανιστές και χρηματιζόμενοι. Ακόμα και όσοι τους προσεγγίζουν ως τυπικούς γραφειοκράτες δεν τους αναγνωρίζουν καμία ευαισθησία ή ενσυναίσθηση στη διαχείριση της ζωής των εγκλείστων.
8. Η λεγόμενη κοινή γνώμη δεν συμπαρίσταται πάντοτε στα θύματα αλλά συχνά δίνει την εντύπωση ότι παίρνει αποστάσεις, ως προς την αποδοκιμασία της εγκληματικής συμπεριφοράς ορισμένων θυτών ή και –δυστυχώς– δεν αποφεύγει το στιγματισμό όλων των εμπλεκόμενων [ενόχων κι αθώων].
9. Το Κράτος αναπαρίσταται σχεδόν πάντοτε ως εχθρός των πολιτών, ως άδικος διαμεσολαβητής των κοινωνικών συγκρούσεων, υπερασπιζόμενο μόνον τους ισχυρούς και ουδείς εμπιστεύεται το νόμο ως ικανό ρυθμιστή των δι-ανθρώπινων σχέσεων.
10. Από τη μία η αριστοκρατία του αίματος με το οργανωμένο έγκλημα κι από την άλλη η ανορθολογική αντεγκληματική πολιτική έχουν βάλει στη μέση την επιστήμη της Εγκληματολογίας, η οποία για να δώσει πρόσφορες κι αξιόπιστες απαντήσεις πρέπει να διαθέτει την εμπιστοσύνη της κοινωνίας και την αναγνώριση της Πολιτείας.
Κάτι τέτοιο όμως δεν φαίνεται να συμβαίνει στη χώρα μας. Αντίθετα οι διαχωριστικές γραμμές που περιέγραψα παραπάνω, ως προς το περιεχόμενο και το αξιακό φορτίο των εννοιών, αντί να ενώσουν τους εγκληματολόγους ώστε ν’ αντιμετωπίσουν από κοινού κι ενιαία την ολοένα αυξανόμενη εγκληματικότητα, τους οδηγούν αντίθετα σε εσωτερικές διαφωνίες, με συνέπεια το εγκληματικό φαινόμενο να μην αντιμετωπίζεται προγραμματικά και σχεδιασμένα από κανέναν.
Αυτό είναι για μένα το ελληνικό εγκληματ[ολογ]ικό παράδοξο: όλοι θέλουν να περιοριστεί η εγκληματικότητα εδώ και τώρα και ταυτόχρονα άπαντες παραπέμπουν –παρά το κόστος στην ασφάλεια και στα δικαιώματα– την επίλυση στο άδηλο μέλλον [προφανώς για πολιτικούς, κοινωνικούς και ιδεολογικούς λόγους].