
Οι εκδοχές της πολιτικής και η ανάγκη επιμονής στην επιστημονική πτυχή του συνεδρίου [Γιάννης Τσούτσιας]
Το πρώτο συνέδριο ήταν επιτυχημένο, ξεπερνώντας κάθε προσδοκία. Τόσο ως γεγονός, όσο και ως προς τον δύσκολο στόχο να συνδέσει εξαρχής μια πολιτική πτυχή (διακηρυγμένη και όχι λανθάνουσα ή υποκρυπτόμενη), με μια επιστημονική πτυχή, μέσα από αντίστοιχες παρουσίες και εγκυρότητα λόγου. Τώρα το συνέδριο είναι αντιμέτωπο με τα προβλήματα της ανάπτυξής του, υπό το καθεστώς δύο νέων δεδομένων.
Το πρώτο δεδομένο είναι ότι ενώ αυτό ξεκίνησε ως αποτέλεσμα πρωτοβουλίας μιας οργανωτικής επιτροπής, δηλαδή μιας ομάδας μικρότερης και συνεκτικότερης, τώρα, η πορεία, η θεματολογία, η διοργάνωση και η εξασφάλιση του συνεδρίου προσβλέπει σε συμμετοχή και διάλογο περισσότερων. Βρισκόμαστε επομένως, μπροστά σε έναν αναβαθμό που δεν είναι δεδομένος, αλλά πρέπει να επιτευχθεί. Η τωρινή συνθήκη, πέραν των άλλων, απαιτεί έναν κάπως – λέω κάπως– πιο συλλογικό προσανατολισμό, πράγμα αρκετά δύσκολο και οπωσδήποτε έναν αυτοπροσανατολισμό του καθενός ξεχωριστά. Ταυτόχρονα, η ίδια η πορεία προς το συνέδριο αποκτά καθοριστική σημασία, ταυτόσημη ίσως με αυτό.
Το δεύτερο δεδομένο είναι, πως όλοι έχουμε θέσει την «μπάρα» πιο ψηλά, λέγοντας ότι «το δεύτερο συνέδριο δεν μπορεί να είναι σαν το πρώτο». Ήτοι να είναι κάτι πιο ουσιαστικό που θα αναδείξει τα καίρια και θα μετατρέψει την ακρόαση σε συμμετοχή. Και αυτό, μέσα σε μια καταιγιστική πολιτική συγκυρία, η οποία, πριν απ’ όλα, μοιάζει να ακυρώνει τον οποιοδήποτε πολιτικό προγραμματισμό. Οπότε, πρέπει αναγκαστικά να σταθούμε στην πολιτική συγκυρία, αναρωτώμενοι πώς αυτή μας περιλαμβάνει.
Σχηματικά θα αναφερθώ σε τέσσερεις εκδοχές της συγκυρίας που αντιστοιχούν σε ρεύματα συμπεριφορών που συνοψίζουν αντίστοιχες επιδιώξεις.
Μια πρώτη εκδοχή εκφράζεται με τη διάχυτη θεωρία του πολιτικού κενού και βασίζεται στη γενική αίσθηση και εικόνα, ότι, από πολλές πλευρές, τα πράγματα ανοίγουν. Βρισκόμαστε σε μια εναρκτήρια περίοδο, όπου οι πάντες πλασάρονται και διαγκωνίζονται στην αφετηρία. Υπάρχουν συγκεκριμένες βλέψεις που ενισχύονται μέσα από αυτές τις εξελίξεις, ιδιαίτερα ορατές, αντιμετωπίζοντας ως ευκαιρία την εύκολα προβλεπόμενη κλιμάκωση της ακατάσχετης ρευστοποίησης των πάντων. Ο βόμβος και η πρεμούρα αυτών των αντιλήψεων διαπερνά όλα τα στρατόπεδα και όλες τις πολιτικές κατευθύνσεις. Διαπερνά και το συνέδριό μας. Μέσα τις από σκέψεις για αυτόματη κάλυψη του πολιτικού κενού ή για μετατροπή του συνεδρίου σε άμεσο πολιτικό εγχείρημα και σε περαιτέρω συγκρότησή του.
Μια δεύτερη εκδοχή της πολιτικής συγκυρίας αντανακλάται στις αντιλήψεις που προσβλέπουν σε έναν νέο πολιτικό κύκλο μέσα από ανακατανομή των πολιτικών συσχετισμών. Αφορά κυρίως όσους «ποντάρουν» σε νεοπαγή σχήματα, σε κεντροαριστερές, σε ανακατανομές ρόλων, δηλαδή στην ανακύκλωση του πολιτικού σκηνικού. Παραλλαγές για το πώς ο γενικός χαμός θα επανενσωματωθεί συστημικά.
Τρίτον, υπάρχουν εκείνοι που θεωρούν ότι σήμερα είναι εφικτή μια νέα μεταπολίτευση, δηλαδή η αλλαγή του πολιτικού προσωπικού και η ελπίδα για μεταβολές στους θεσμούς και στο κλίμα της δημόσιας ζωής. Εδώ είναι εντυπωσιακός, αξιοζήλευτος και διδακτικός ο αγώνας των γονέων των Τεμπών, που αναπτερώνει τέτοιες βλέψεις.
Μια τέταρτη εκδοχή, αφορά όσους, οπωσδήποτε λίγους, αντιλαμβάνονται ότι οι προκλήσεις της εποχής είναι πολύ μεγαλύτερες από τα προηγούμενα και επομένως, παραπέμπουν, μέσα από το προχώρημα διαδικασιών και αγώνων, σε στοχεύσεις ευρύτερης κοινωνικής αλλαγής. Φαίνεται ωστόσο ότι και αυτοί οι τελευταίοι δυσκολεύονται να βρουν τον δρόμο για συμβολή στη δημιουργία ενός αντίστοιχου σχεδίου.
Αυτές οι τέσσερεις, είναι πρόχειρα, κάποιες σχηματικές εκδοχές της πολιτικής πραγματικότητας. Υπάρχουν και πολλές άλλες, που μας απευθύνονται. Η βαρύτητά τους έτσι κι αλλιώς μας έλκει για καλό ή για κακό. Ωστόσο, θα πρέπει τελικά να τις επισημάνουμε και να σκιαγραφήσουμε μια στάση απέναντί τους.
Κλείνοντας και συνοψίζοντας: Χθες, καθώς προσπαθούσα να μαζέψω τις σκέψεις μου γύρω από τη σημερινή διαδικασία, μου έρχονταν στο μυαλό ο Λαοκράτης, που επιμένει ξανά και ξανά στις διατακτικές του πολιτιστικού μας τρόπου. Με λογισμό και μ’ όνειρο, λοιπόν. Αλλά άραγε, πώς αυτή η απαίτηση μπορεί να αντιστοιχηθεί στην εποχή και στην περίπτωσή μας; Στην εποχή του χάους των παραμέτρων και των μειωμένων προσδοκιών; Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα μας υπερβαίνει, ωστόσο μπορεί να τεθεί αφετηριακά. «Λογισμός και όνειρο» ίσως σημαίνει γνώση και επίγνωση της συγκυρίας από τη μια, και πολιτικές για τα μεγάλα από την άλλη.
Υπενθυμίζω εδώ ότι η αφετηριακή απόφαση για το συνέδριο ήταν καθαρά πολιτική. Και ότι τότε, η επίγνωση της πολιτικής ανεπάρκειας και της αναξιοπιστίας που συνοδεύει κάθε πρωτοβουλία μικρών ομάδων της αριστεράς, επιδιώχτηκε να αντιμετωπιστεί με προσφυγή στην επιστήμη, στην έγκυρη γνώση και αναζήτηση.
Σήμερα που οι πολιτικές ανάγκες γίνονται επιτακτικότερες, αυτή η επιλογή πρέπει να κρατηθεί. Γιατί μπορεί να οδηγήσει σε μια βαθύτερη πολιτικοποίηση και να αντισταθμίσει την πολύμορφη ανυπομονησία για πολιτική εξαργύρωση και εργαλειακότητα. Το εγχείρημα θα μεγάλωνε και θα γινόταν πιο πολιτικό, αν καταφέρναμε η ώσμωση πολιτικού και επιστημονικού, να εστιάσει με εποικοδομητικό τρόπο σε συγκεκριμένα στρατηγικά ζητήματα.