Κεντροαριστερά χωρίς Κέντρο και Αριστερά;
της Πέπης Ρηγοπούλου, αναδημοσέυση απο την ΕφΣυν (12/6/2024)
Από την κυβέρνηση ακούγεται ανασχηματισμός. Ανασχεδιασμός ρητορικών και τακτικών από μέρος της αντιπολίτευσης. Οργασμός δηλώσεων και κριτικών, όπου τα Μέσα, κολυμπώντας στα απόνερα των ευρωεκλογών, προσπαθούν να κρατήσουν το ενδιαφέρον του κοινού από φόβο μήπως αποδειχθεί ότι συμμερίζεται τις διαθέσεις του νικητή της 19ης Ιουνίου: του κόμματος της αποχής.
Οι αρχηγοί των ηττημένων κομμάτων δεν περιέλαβαν στις δηλώσεις τους επιθέσεις εναντίον αυτού του πλειοψηφικού τμήματος του λαού που τους αρνήθηκε την ψήφο του. Αλλοι επανέλαβαν τα τετριμμένα: ότι έλαβαν το μήνυμα, ότι θα διορθώσουν τη ρότα του πλοίου της εξουσίας, ότι «θα το τρέξουν ακόμα πιο γρήγορα». Μέχρι να «γίνουμε Ευρώπη» (ποια Ευρώπη;). Αλλοι πάλι απέφυγαν να θριαμβολογήσουν, αλλά υπογράμμισαν τα γι’ αυτούς θετικά, ζώντας από τώρα τον σίγουρο θρίαμβο που τους περιμένει στο εγγύς μέλλον.
Μέσα σε αυτή την ταραχή ένα -ακόμα- φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ελλάδα. Το φάντασμα της Κεντροαριστεράς που κυοφορούνταν στα παρασκήνια κομμάτων και σαλονιών, αλλά που με την επιβεβαίωση του αδιεξόδου προβάλλει σήμερα με αξιώσεις στο προσκήνιο. Αυτοί που το προετοίμαζαν σεμνά -ίσως όχι μόνο Ελληνες- το προβάλλουν τώρα εμμονικά και πιεστικά βασίζοντας σ’ αυτό το πολιτικό καμ μπακ μιας εναλλακτικής στους θώκους της εξουσίας.
Κάτι θεωρητικά λογικό από την στιγμή που τα δύο κύρια αντιπολιτευόμενα από τα αριστερά -με ήυ χωρίς εισαγωγικά- κόμματα συναγωνίζονται σε προτιμήσεις ψηφοφόρων μια κυβέρνηση που κατορθώνει να υπερτερεί από το άθροισμά τους, αν και αποδεικνύεται η πιο επικίνδυνη των τελευταίων δεκαετιών. Με μία διαφορά. Για να συγκροτήσεις Κεντροαριστερά χρειάζονται δύο πράγματα: Κέντρο και Αριστερά που να μην είναι κενές ετικέτες, αλλά θεσμοί ουσίας. Δυνάμεις που η μία να συν-κεντρώνει τις μνήμες, τις προσδοκίες και τους σχεδιασμούς που έχει ανάγκη το σύνολο και η άλλη να αμφισβητεί ειλικρινά, δυναμικά και γόνιμα τα ελλείμματα της κοινωνίας συμβάλλοντας στην ανα-δημιουργία της.
Εχουν άραγε οι πεπαλαιωμένοι αυτοί ανανεωτές αναλογιστεί ότι όσοι και όσες αρνήθηκαν να ασχοληθούν μαζί τους μπορεί να το έκαναν διότι οι ετικέτες τους καλύπτουν τοξικά προϊόντα; Δεν θα αγιοποιήσω την αποχή. Μήπως όμως μέτρησε ότι η «Ευρώπη» γίνεται όλο και λιγότερο χώρος ελπίδας; Μήπως γίνεται συνείδηση η αδυναμία του πολίτη απέναντι στη «χρυσή» γραφειοκρατία των Βρυξελλών;
Μήπως μέτρησε αρνητικά η λογοκρισία στα προεκλογικά αφηγήματα των πραγματικών προβλημάτων, από τον ευτελισμό της καθημερινότητάς μας μέχρι την απειλή του πλανητικού πολέμου που έρχεται -που κάποιοι τον φέρνουν- όλο και πιο κοντά μας; Πολιτική μπορεί ίσως να σχεδιαστεί από τη στιγμή που θα καταλάβουμε πως ο πόλεμος και το σούπερ μάρκετ είναι το ίδιο ζήτημα και πως κάτω από το στρώμα της αδιαφορίας και της παραίτησης που εκφράστηκε από όσους δεν ψήφισαν -και από πολλούς που ψήφισαν- μπορεί να σιγοκαίει η αγωνία και η ελπίδα.