Δέσμευση για την Πανελλαδική Δικτύωση – Οικοδομώντας ένα νέο «Εμείς»

Το κείμενο αυτό αποτέλεσε τη βάση της καταληκτικής συνέλευσης του Συνεδρίου που πραγματοποιήθηκε το απόγευμα της Κυριακής 23/11. Περιγράφει τη βασική ταυτότητα και τις προδιαγραφές για τα επόμενα βήματα του εγχειρήματος. Οι προτάσεις που περιέχει, αποτελούν πλέον απόφαση με επίκεντρο την κοινή δέσμευση να δώσουμε ζωή σε μια μόνιμη Πανελλαδική Δικτύωση για το Υπαρξιακό Πρόβλημα της Χώρας.

 

Η μέχρι τώρα εμπειρία και η ίδια η προσπάθεια του 2ου Συνεδρίου μας οδηγεί στην ανάγκη ενός διαρκούς εγχειρήματος που θα πασχίζει να ενώσει τις υπαρκτές αλλά διάσπαρτες, κοινωνικές, επιστημονικές, πολιτικές και πολιτιστικές δυνάμεις της χώρας για την αντιμετώπιση του υπαρξιακού προβλήματός της. Έτσι προτείνουμε τη δημιουργία μιας Πανελλαδικής Δικτύωσης, ανοικτής, δημοκρατικής, μη κομματικής, που θα λειτουργεί ως χώρος διαλόγου, τεκμηρίωσης και κοινής δράσης. Αυτή είναι θεωρούμε η μορφή που αντιστοιχεί στο τωρινό επίπεδο της μεταξύ μας συμφωνίας και μπορεί να οργανώσει σε δημιουργική κατεύθυνση την κοινή βούλησή μας να συμβάλλουμε στην αναζήτηση απαντήσεων στο υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας.

Η επόμενη περίοδος είναι βέβαιο πως θα μας βρει αντιμέτωπους ως κοινωνία, ως χώρα, ως εγχειρήματα αντίστασης και δημιουργίας, αντιμέτωπους με σημαντικές τρικυμίες. Οι γεωπολιτικές παγίδες και ανταγωνισμοί, τα αδιέξοδα του πολιτικού συστήματος και οι επιχειρήσεις ανακύκλωσής του απαιτούν να αναβαθμιστεί η γενική διαβούλευση και να ανέβει κατά το δυνατόν το επίπεδο της συλλογικής προετοιμασίας μας. Η ύπαρξη χώρων αναζήτησης και συμβολής μέσα στη συνθήκη αυτή και η αλληλεπίδρασή τους με την ακόμη υπαρκτή κοινωνική διαθεσιμότητα είναι εφικτό να βάλει εμπόδια στις προσπάθειες συστημικών χειρισμών και να χαράξει δρόμους διεξόδου. Όρος παραμένει η ανεξαρτησία από το σύστημα και τους μηχανισμούς χειραγώγησης που επιστρατεύει και η διαρκής προσπάθεια ενεργοποίησης και συμμετοχής των πολλών ως στοιχείο μιας πραγματικής δημοκρατίας και υπευθυνότητας στην πράξη.

Α. Τι έχουμε καταφέρει

Η μέχρι τώρα πορεία του εγχειρήματος «Συνέδριο για το Υπαρξιακό Πρόβλημα της Ελλάδας στην τροχιά του 21ου αιώνα» μας επιτρέπει να προχωρήσουμε σε μια αναβάθμισή του κατά πολλούς τρόπους.

Υπάρχει η πείρα του πρώτου Συνεδρίου, οι διακηρύξεις του πρώτου και δεύτερου Συνεδρίου, οι επιτροπές στήριξης που δημιουργήθηκαν –ενδεικτικές του εύρους του εγχειρήματος–, τα θέματα που συζητήθηκαν και έχουν τεθεί προς αναζήτηση και έχουν αποτυπωθεί στον τόμο των πρακτικών του πρώτου Συνεδρίου όσο και στη επιλογή της θεματολογίας του δεύτερου Συνεδρίου.

Υπάρχει η πείρα από τις θεματικές ημερίδες, τις τοπικές συνελεύσεις και εκδηλώσεις, τις διαδικτυακές εκπομπές και τη λειτουργία του ιστοτόπου yparxiakoellada.gr (ο διάλογος μέσω του οποίου μπορεί να αναβαθμιστεί), οι επαφές και η λίστα επικοινωνίας σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας και στο εξωτερικό.

Με τα παραπάνω έχει αποκτηθεί ένας κοινός τόπος και κάποιες κεκτημένες μορφές, που αποτυπώνεται στις βασικές επιλογές του 2ου Συνεδρίου:

  1. Να επιμείνει στη σύνθεση πολιτικής και επιστήμης και στη σημασία της τεκμηρίωσης.
  2. Να επιμείνει στο διάλογο και τη διαβούλευση, αναδεικνύοντας τον στόχο κοινού προσανατολισμού σε μια δύσκολη περίοδο.
  3. Να δημιουργήσει χώρους συζήτησης και μοιράσματος γνώσης και εμπειρίας που μπορεί να παραχθεί από τους πολλούς ανθρώπους και τη συμμετοχή τους.

Β. Τι κρατάμε ως βάση / αρχές

Μπορούν, από τη μέχρι τώρα προσπάθεια, να προσδιοριστούν ορισμένα ταυτοτικά στοιχεία που να αναδεικνύονται μέσα από τη δράση του εγχειρήματος και να αποτελούν, κατά κάποιο τρόπο, έναν κοινό τόπο, μια βάση εκκίνησης; Πιστεύουμε πως ναι.

Είναι:

  • Η κοινή αναγνώριση του συνολικού Υπαρξιακού Προβλήματος της Χώρας, που δεν είναι διόλου αυτονόητο στοιχείο.
  • Η ανάγκη μιας μεθοδολογίας που να συνδέει τεκμηρίωση – επιστήμη – πολιτική, με την έννοια ότι αναζητούνται αιτίες, κατευθύνσεις, συσχετισμοί, προσανατολισμοί σε ένα πυκνό και δύσκολο περιβάλλον.
  • Ο αγώνας να μην γίνει η Ελλάδα οικόπεδο και αποικία. Η πεποίθηση ότι σε μια χώρα της κλίμακας της Ελλάδας (με την ιδιαίτερη θέση, ιστορία, πολιτισμικά φορτία) δεν είναι δυνατό να γίνουν βήματα προς «την Ελλάδα που θέλουμε», χωρίς να υπερβούμε στην ενότητά τους δημιουργικά τις εθνικές και κοινωνικές διαστάσεις του Υπαρξιακού Προβλήματος.
  • Η Ανεξαρτησία, η Υπόσταση, η Παραγωγική ικανότητα, η Εργασία, η Δημοκρατία, η Παιδεία και ο Πολιτισμός, η Ελευθερία, η Κοινωνική Δικαιοσύνη, η Εθνική και Λαϊκή κυριαρχία, σαν βασικά δομικά στοιχεία της «Ελλάδας που θέλουμε», μας οδηγούν σε μια άρνηση της Εξάρτησης, του Πολιτικού Συστήματος που εμπεδώνει τα μεταπρατικά χαρακτηριστικά των ελίτ που αδιαφο
  • ρούν για τον Τόπο, τη Χώρα, την Κοινωνία, που είναι πρόθυμες να εκποιήσουν τα πάντα, φτάνει να πλουτίζουν ιδιοτελώς και σε βάρος της Πατρίδας.Η αντίσταση στο σχέδιο και την υλοποίηση μιας «Ελλάδας που χάνεται» είναι επιβεβλημένη και πολυεπίπεδη. Μια νέα συνείδηση γύρω από Πολιτεία, Οικονομία, Παραγωγή, Περιβάλλον και Φύση, Διεθνή θέση και σχέσεις. Δεν θέλουμε να είμαστε «ξένοι» και κατακερματισμένοι στον Τόπο μας και δεν θέλουμε να αισθανόμαστε «περιττοί» και «πειραματόζωα» γεωπολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά, πολιτιστικά.
  • Με πλήρη συναίσθηση ότι η Χρεοκοπία του 2010 και τα Μνημόνια έχουν οδηγήσει σε μια νέα ποιοτική κατάσταση (μετανεωτερική αποικία) και ένα ιδιαίτερο καθεστώς που εξακολουθεί να ισχύει, παλεύουμε και αγωνιζόμαστε: πρώτα να μην βαθύνει και να μην υπάρξει ένας ακρωτηριασμός ή συρρίκνωση της εθνικής κυριαρχίας και μια λεηλασία του δημόσιου πλούτου, εκτεταμένη φτωχοποίηση, καταστροφής όλων των προϋποθέσεων μιας άλλης πορείας της χώρας και παράλληλα να ανιχνευτούν λύσεις και προτάσεις, δρόμοι και κατευθύνσεις που να δημιουργούν προϋποθέσεις και δυνατότητες μιας άλλης πορείας για την «Ελλάδα που πρέπει να υπάρχει και θέλουμε!».
  • Η πεποίθηση ότι η ιδιαίτερη ελληνική ταυτότητα, η ιδιαίτερη ελληνική ματιά και θέαση των πραγμάτων παραγμένη από την ιδιαίτερη ιστορία, την κοινή εμπειρία και τα αξιακά φορτία που κουβαλά αυτός ο λαός, μπορεί να νοηματοδοτήσει και να νοηματοδοτηθεί από την αναμέτρηση με τα σύγχρονα προβλήματα. Η αντίσταση στην εξάρτηση, τη συρρίκνωση, τη ρευστοποίηση και τη μουσειοποίηση αποτελεί ένα κρίσιμο ζητούμενο. Η ανάπτυξή τους από την άλλη αποτελεί κορυφαίο εφόδιο για την πορεία του Ελληνισμού στην οικουμένη.
  • Η πορεία προς την Ελλάδα που θέλουμε περνά από τη σύνδεση της εθνικής ανεξαρτησίας και κυριαρχίας με την κοινωνική συνοχή και τη δημοκρατία. Αυτά τα στοιχεία δεν μπορούν να υπάρξουν χωριστά.
  • Μια χώρα ειρήνης, με δική της φωνή, που υπερασπίζεται την κυριαρχία της αλλά δεν γίνεται εξάρτημα επιθετικών στρατιωτικών δυνάμεων και οργανισμών, αρνείται να δεχθεί καταναγκασμούς και οικονομικό στραγγαλισμό από επικυρίαρχους. Χώρα με εθνική αξιοπρέπεια κι όχι υπηρέτης άλλων.

Γ. Η κεντρικότητα του ζητήματος του υποκειμένου

Όλα συγκλίνουν στο ζήτημα του υποκειμένου. Χωρίς αυτό, καμία έξοδος δεν μπορεί να υπάρξει. Το υπαρκτό πολιτικό σύστημα έχει καταστεί μηχανισμός ακύρωσης κάθε κοινωνικής πρωτοβουλίας. Παράγει αδυναμία, εξάρτηση, ιδιώτευση. Και η χώρα, αργά αλλά σταθερά, μετατρέπεται από κοινό τόπο σε διαχειριζόμενο χώρο και αποικία.

Η πραγματική σύγκρουση δεν είναι ανάμεσα σε κόμματα, αλλά ανάμεσα σε δύο κόσμους:

  • Τον συγκροτημένο, έμπειρο, οργανωμένο κόσμο της εξάρτησης, των ελίτ, της διαχειριστικής διαθεσιμότητας της Πολιτικής Τάξης μας και της υποτέλειας.
  • Και τον διάχυτο και χωρίς φωνή κόσμο της κοινωνικής πλειοψηφίας, που παρά τους σπασμούς μνήμης και ηθικής, τις στιγμές γενναιότητας, παραμένει
  • κατακερματισμένος, χωρίς συνεκτική θέληση, χωρίς πυξίδα.

Εκεί βρίσκεται το κρίσιμο κενό: η απουσία συλλογικού υποκειμένου.

Ο κατακερματισμός, τα χάσματα ανάμεσα σε χώρους και γενιές, οι νέες ανισότητες και οι μεταλλαγμένες πελατειακές εξαρτήσεις, η ισχύς των στερεοτύπων, ο ατομισμός, η διάβρωση των κοινωνικών δεσμών και των πολιτιστικών σημείων αναφοράς, συνθέτουν ένα πλέγμα που αποδυναμώνει κάθε συνολική αντίληψη και κάθε κοινό προσανατολισμό. Οι χώροι που περιορίζονται μόνο στα εθνικά ή πατριωτικά ζητήματα και οι χώροι που βλέπουν μόνο τα κοινωνικά ή ταξικά ζητήματα, λειτουργούν παράλληλα, χωρίς συνάντηση. Το ίδιο και οι γενιές: άλλες εγκλωβισμένες στη μνήμη, άλλες αποκομμένες από αυτήν. Έτσι, η κοινωνία παραμένει ένα πεδίο αποσυντονισμένων ανησυχιών.

Aυτός ο κατακερματισμός, μαζί με τη ρευστότητα και τη σύγχυση, αποτελεί τη μεγάλη δυσκολία, αλλά και το πεδίο της υπέρβασης. Γιατί μόνο αν επικρατήσει πνεύμα διαλόγου, ενότητας και σύνθεσης –όχι διαχωρισμού και επιβεβαίωσης των κάθε λογής υποκειμενισμών– μπορεί να διαμορφωθεί ένα νέο συλλογικό υποκείμενο ικανό να δώσει συνολική απάντηση στο αδιέξοδο. Αυτά είναι ζητήματα προς κατάκτηση.

Επιμένουμε πως η φθορά δεν είναι φυσική κατάσταση, αλλά και αποτέλεσμα επιλογών, συσχετισμών και παραίτησης. Όταν συνειδητοποιούμε ότι δεν χάνεται απλώς η χώρα, αλλά το ίδιο το νόημα της ύπαρξής μας ως κοινότητας, τότε γεννιέται η ανάγκη να υπάρξουμε αλλιώς. Εκεί γεννιούνται νέα ΕΜΕΙΣ, όπου η απώλεια γίνεται δύναμη αφύπνισης.

Η Ελλάδα που θέλουμε απαιτεί σημαντικές επιλογές αναπροσανατολισμού. Προς μια κοινωνία που παράγει, που στέκεται στα πόδια της, που συνδέει την ανεξαρτησία με τη δικαιοσύνη, την ελευθερία με τη δημιουργία. Η πολιτική παύει να είναι διαχείριση και ξαναγίνεται πράξη νοήματος, κοινός αγώνας για αξιοπρέπεια και προοπτική. Ανακτά δηλαδή το νόημά της, που δεν είναι η διαχειριστική νομή της εξουσίας, όπως τώρα, αλλά η λειτουργία που υπηρετεί τα κοινά.

Το εγχείρημα για το υπαρξιακό πρόβλημα επιδιώκει να ενώσει τη γνώση με την κοινωνική πράξη, να μετατρέψει τη διάγνωση σε δέσμευση, να συγκροτήσει χώρο όπου η σκέψη και η βούληση γεννούν πολιτικό υποκείμενο.

Η κινούσα ιδέα είναι μία: να υπάρξει ξανά κοινό ΕΜΕΙΣ. Όχι αφηρημένο και εφήμερο, αλλά ικανό να σκεφτεί, να παράξει, να υπερασπιστεί.

Η δύναμη του τίτλου του δεύτερου συνεδρίου «Η Ελλάδα που χάνεται – Η Ελλάδα που θέλουμε», μία Ελλάδα συνολικής αυτοκαταξίωσής της στην Ευρώπη και στον κόσμο, είναι ακριβώς αυτή: Να αναμετρηθούμε με το ερώτημα ποιο δυναμικό μπορεί να συσπειρωθεί γύρω από την αγωνία για την πορεία της χώρας. Να καταστούμε, έτσι, αφετηρία ανασυγκρότησης νοήματος, συλλογικής βούλησης και πράξης.

Γιατί χωρίς απάντηση στο πρόβλημα του υποκειμένου, η χώρα υπάρχει μόνο ως χώρος, και χάνεται ως ιστορία, διακριτή ταυτότητα και προοπτική.

Δ. Τι κάνουμε από εδώ και πέρα – Σε τι δεσμευόμαστε

Με πλήρη επίγνωση της συγκυρίας και των δυσκολιών, αλλά και με τη βούληση που απαιτεί κάθε εγχείρημα αντίστασης και προοπτικής, προτείνουμε το πέρασμα σε ένα νέο στάδιο ύπαρξης και δράσης. Δεν αρκεί πλέον η διαπίστωση∙ χρειάζεται πράξη, συνέχεια, συγκρότηση.
Προτείνουμε τη δημιουργία Πανελλαδικής Δικτύωσης για το Υπαρξιακό Πρόβλημα της Χώρας. Δεν πρόκειται για μια απλή εξαγγελία ή παράταση όσων ήδη έγιναν, αλλά για μια αναβαθμισμένη μορφή συλλογικής παρουσίας και πράξης – εφόσον, φυσικά, υπάρξει η διάθεση, η εμπιστοσύνη και η συνέπεια για να προχωρήσει πραγματικά.

Η Πανελλαδική Δικτύωση αποτελεί το φυσικό επόμενο βήμα του εγχειρήματός μας, συνέχεια των συνεδρίων, των ημερίδων, των συνελεύσεων και των δημόσιων παρεμβάσεων των τελευταίων ετών. Γεννιέται από την ανάγκη να αποκτήσει διάρκεια, ρίζες και βάθος η κοινή αυτή προσπάθεια, μέσα σε ένα περιβάλλον όπου το υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας βαθαίνει και απαιτεί συλλογική, συνειδητή και δημιουργική απάντηση.

Η Δικτύωση δεν είναι κόμμα ούτε οργανωτικός φορέας με ιεραρχίες και μηχανισμούς. Είναι ένας ανοιχτός χώρος συνάντησης, αναζήτησης και δράσης ανθρώπων, ομάδων, συλλογικοτήτων. Ενώνει όσους και όσες πιστεύουν ότι η σωτηρία και η ανασύνταξη της χώρας περνά από τη συνεργασία, τον διάλογο και τη σύνθεση, από τη συνάντηση της κοινωνικής εμπειρίας με τη γνώση και τη δημιουργικότητα.

Η λειτουργία της θα είναι ευέλικτη και πολυμορφική: τοπικές συναντήσεις, θεματικές ομάδες, συνελεύσεις, επιτροπές, περιφερειακές πρωτοβουλίες, θεματικές συνδιασκέψεις, πανελλαδικές διαβουλεύσεις για κρίσιμα ζητήματα. Κάθε συλλογικότητα ή ομάδα επιλέγει τη μορφή συμμετοχής και συμβολής της. Το κοινό νήμα είναι η συνεργασία, η ανταλλαγή εμπειρίας, η παραγωγή σκέψης και η ανάληψη κοινών πρωτοβουλιών όποτε αυτό χρειάζεται.

Η Δικτύωση στηρίζεται σε σεβασμό, εμπιστοσύνη, αυτονομία και ελευθερία γνώμης. Κάθε συμμετέχων διατηρεί την ταυτότητα και την αυτοτέλειά του. Αυτό που μας ενώνει είναι η κοινή επίγνωση του υπαρξιακού προβλήματος της χώρας και η βούληση να συμβάλουμε έμπρακτα στη συγκρότηση ενός συλλογικού υποκειμένου ικανού να αλλάξει την πορεία των πραγμάτων.

Η Δικτύωση πασχίζει να οικοδομεί χώρους διαβούλευσης για τα κεντρικά ζητήματα. Γιατί ο κοινός (όσο το δυνατόν) προσανατολισμός είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να σταθεί κανείς με σοβαρότητα απέναντι στα μεγάλα τραντάγματα, τις στροφές και τους χειρισμούς του πολιτικού συστήματος που έχουμε μπροστά μας.

Στόχος παραμένει η συμβολή στην οικοδόμηση αντιστάσεων και την αναζήτηση απαντήσεων. Συμβολή σημαίνει σύνθεση και αλληλεπίδραση με άλλες προσπάθειες και όχι διεκδίκηση της μόνης αλήθειας, κυρίως όμως σημαίνει διαρκή προσπάθεια σύνδεσης με την πραγματική κοινωνική κίνηση. Γιατί αναγκαίος όρος για κάθε θετική διέξοδο επιμένουμε πως είναι η ενεργοποίηση και κινητοποίηση, η αξιοποίηση της δημιουργικότητας και της δοτικότητας των “κανονικών” ανθρώπων, κόντρα σε ένα πνεύμα ανάθεσης και αδράνειας.

Κλείνοντας. Δέσμευσή μας είναι η δημιουργία ενός ζωντανού δικτύου ιδεών, συνεργασίας και πράξης, ενός πεδίου συνάντησης ανθρώπων της εργασίας, της επιστήμης, του πολιτισμού, της κοινωνίας. Ενός χώρου που θα μπορεί να γεννά προτάσεις, να ενισχύει πρωτοβουλίες, να συντονίζει δράσεις και να στηρίζει το κοινό εγχείρημα για την Ελλάδα που θέλουμε: ανεξάρτητη, δίκαιη, δημιουργική, αξιοπρεπή

Ε. Τα πρώτα βήματα – Αυτο-οργάνωση και συγκρότηση της Δικτύωσης

Αν συμφωνούμε στις παραπάνω κατευθύνσεις, η επόμενη περίοδος πρέπει να θεωρηθεί περίοδος δοκιμής και δημιουργίας. Μια πρόσκληση σε αυτο-οργάνωση, σε ενεργοποίηση όλων των διαθέσεων, σε πρακτικά βήματα που θα δώσουν σάρκα και οστά στο εγχείρημα.

  1. Τοπικές συναντήσεις και συνελεύσεις.
  2. Θεματικές επιτροπές – επεξεργασίες, ατομικές ή ομαδικές.
  3. Συνάντηση με συλλογικότητες και τοπικές πρωτοβουλίες με παρόμοιες ανησυχίες.
  4. Συστηματοποίηση, αξιοποίηση και διάδοση του υλικού του Συνεδρίου.
  5. Επιμονή στη μορφή συνεδρίων και ημερίδων ως στιγμών συμπύκνωσης και βαθέματος (επόμενη: Πολιτισμός και σύγχρονη ελληνική ταυτότητα).
  6. Δοκιμή μορφών συντονισμού.
  7. Αλληλοτροφοδότηση εμπειριών και επεξεργασιών ώστε οι τοπικές δυνατότητες να πολλαπλασιάζονται μέσα από τη συλλογικοποίηση της πείρας.
  8. Όποτε χρειαστεί: περιφερειακές, θεματικές ή πανελλαδικές διαβουλεύσεις.

Μοιραστείτε το κείμενο:

Description

Σχετικά άρθρα