Ιδιωτικά πανεπιστήμια: Καταδρομική επίθεση στο δημόσιο ελληνικό πανεπιστήμιο
Με το άρθρο 28 του Συντάγματος, το οποίο αφορά κανόνες του διεθνούς δικαίου και αποτελεί θεμέλιο της Ευρωπαϊκής ενοποίησης, η κυβέρνηση επιχειρεί να νομιμοποιήσει τη δημιουργία παραρτημάτων αμερικανικών, κατά βάση, πανεπιστημίων και να καταστρατηγήσει το άρθρο 16 του Συντάγματος που προβλέπει ρητά ότι η ανώτατη εκπαίδευση στη χώρα πραγματοποιείται σε δημόσια ιδρύματα (και όχι κρατικά, όπως διαδίδει η κυβερνητική προπαγάνδα) με αυτοδιοίκηση και ακαδημαϊκή ελευθερία.
Η προετοιμασία διαρκεί είκοσι τουλάχιστον χρόνια
Η προσπάθεια δεν είναι καινούργια. Ήδη μετά από την αποτυχημένη απόπειρα αναθεώρησης του άρθρου 16, το 2006-2007 (απόπειρα που απέτυχε λόγω του μεγαλειώδους πανεπιστημιακού και φοιτητικού κινήματος της εποχής εκείνης), οι διαδικασίες ιδιωτικοποίησης του δημόσιου πανεπιστημίου προχώρησαν αρκετά και με πολλούς τρόπους, συμβαδίζοντας με την απομάκρυνση του κράτους από την υποχρέωσή του να στηρίζει και να χρηματοδοτεί την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Στα πρώτα μνημονιακά χρόνια η δημόσια χρηματοδότηση έφτασε στο ναδίρ. Οι προσλήψεις διδακτικού, διοικητικού και τεχνικού προσωπικού μειώθηκαν δραματικά, η κρατική χρηματοδότηση για την έρευνα ελαχιστοποιήθηκε, οι υποδομές καταρρακώθηκαν, οι βιβλιοθήκες μείωσαν τις παραγγελίες τους, ενώ η φοιτητική μέριμνα για τη στέγαση και τη σίτιση των φοιτητών υποχρηματοδοτείται σε δραματικό σημείο. Το 2013 επί υπουργίας Μητσοτάκη στο Υπουργείο Εσωτερικών, τέθηκαν σε διαθεσιμότητα ή κινητικότητα πλήθος διοικητικών υπαλλήλων με έμφαση σε εκείνους της φύλαξης και της καθαριότητας (που απολύθηκαν) για να δοθούν αυτές οι υπηρεσίες σε ιδιώτες εργολάβους (με μεγαλύτερο οικονομικό κόστος για τα πανεπιστήμια).
Το 2013, επίσης, έγιναν οι πρώτες απόπειρες για τη συγχώνευση Τμημάτων (κυρίως των ευρωπαϊκών Φιλολογιών της Φιλοσοφικής), απόπειρες που έπεσαν στο κενό μετά τη συντονισμένη αντίδραση της πανεπιστημιακής κοινότητας.
Το 2021, μεσούσης της πανδημίας, επιβλήθηκε η Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής (ΕΒΕ), που στέρησε τα δημόσια πανεπιστήμια από 10.000 περίπου φοιτητές κατ’ έτος. Έτσι οι δημιουργηθείσες κενές θέσεις χρησιμοποιήθηκαν ως επιχείρημα για να κλείσουν πανεπιστημιακά τμήματα, κυρίως της περιφέρειας, και να μείνουν εκτός πανεπιστημίου χιλιάδες φοιτητές κυρίως των χαμηλότερων κοινωνικών τάξεων και βαθμολογικών επιδόσεων.
Παράλληλα με αυτή την απαξίωση επί των υλικών όρων ύπαρξης του πανεπιστημίου, προχώρησε και προχωρεί η ιδιωτικοποίηση των δομών του. Επί υπουργίας Γαβρόγλου νομοθετήθηκαν τα μεταπτυχιακά με δίδακτρα, τα ξενόγλωσσα προγράμματα με δίδακτρα για αλλοδαπούς, ενώ ήδη νωρίτερα επί υπουργίας Γ. Παπανδρέου (1999) είχε θεσμοθετηθεί και λειτουργούσε το Ανοικτό Πανεπιστήμιο που εγκαινίασε την άνευ εξετάσεων εισαγωγής και μετά διδάκτρων φοίτηση σε ελληνικό πανεπιστημιακό ίδρυμα (εξ αποστάσεως βέβαια!) και την απονομή τίτλων πολλαπλής χρησιμότητας.
Απαραίτητα συνοδευτικά στοιχεία στις παραπάνω διαδικασίες ήταν δύο ρητορικές: α) η ρητορική περί «διαλυμένων ελληνικών πανεπιστημίων», περί «άντρων ανομίας», περί «κυριαρχίας των ακραίων στοιχείων», περί «ασύλου ανομίας» (το άσυλο δεν υφίσταται εδώ και αρκετά χρόνια). Εκεί επιχειρήθηκε η επιβολή της πανεπιστημιακής αστυνομίας, η προσπάθεια όμως δεν στέφθηκε με επιτυχία! β) η ρητορική περί της γνώσης ως «ατομικού δικαιώματος», όπου η γνώση είναι δικαίωμα, εννοώντας ατομικό δικαίωμα, και επομένως όποιος θέλει, όταν θέλει και όπου θέλει (κατά προτίμηση στο σπίτι του μπροστά στον υπολογιστή του) μπορεί να την αποκτήσει. Με μια προϋπόθεση: να πληρώνει δίδακτρα. Όποιος δεν έχει χρήματα (και είναι πολλοί αυτοί σε μια χώρα που ο βασικός μισθός είναι γύρω στα 650 ευρώ, σε μια χώρα που πλήθος οικογενειών ζουν με κουπόνια σίτισης ή market pass επί το αδιαφανέστερο), στερείται του «ατομικού δικαιώματος».
Τα πράγματα όμως δεν είναι ακριβώς έτσι, δεν είναι καθόλου έτσι.
Τι είναι πανεπιστήμιο;
Πανεπιστήμιο δεν είναι κάποιες εγκαταστάσεις και κάποιοι διδάσκοντες με διδακτορικό. Πανεπιστήμιο είναι ένας χώρος οργανωμένης έρευνας και διδασκαλίας ακαδημαϊκού επιπέδου, με βιβλιοθήκες που σε κάποιες περιπτώσεις έχουν τίτλους από τον 19ο αιώνα (όπως π.χ. το ΕΚΠΑ), με προσωπικό που επιλέγεται με αυστηρές ακαδημαϊκές διαδικασίες κρινόμενο στην κάθε βαθμίδα για πρωτότυπη επιστημονική παραγωγή, με φοιτητές που επιλέγονται από πανελλαδικές εξετάσεις και διαθέτουν ένα μίνιμουμ γνώσης από τις προηγούμενες εκπαιδευτικές βαθμίδες προκειμένου να εισαχθούν στην επιστημονική μεθοδολογία όποιας επιστήμης. Πανεπιστήμιο, κυρίως, σημαίνει έρευνα, βασική και εφαρμοσμένη. Έρευνα δε, σημαίνει ιεραρχία εννοιών και γνώσεων, αυστηρότητα μεθοδολογική ούτως ώστε να μπορούν οι φοιτητές βαθμηδόν σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο να εισαχθούν σε αυτήν. Τα επιστημονικά αντικείμενα απαιτούν γνωστική πειθαρχία, δεν είναι σεμινάρια γενικών γνώσεων ή πληροφόρησης του κοινού (εξαιρετικά χρήσιμα και αυτά, αλλά δεν ταυτίζονται με την ερευνητική επιστημονική δραστηριότητα, ούτε συγκροτούν πανεπιστημιακή μόρφωση).
Πανεπιστήμιο, τέλος, σημαίνει κοινωνικός χώρος, όπου δια ζώσης οι φοιτητές και οι διδάσκοντες συνευρίσκονται, συζητούν, διαμορφώνουν απόψεις, μορφώνονται.
Είναι ευνόητο ότι ένα τέτοιο πανεπιστήμιο απαιτεί μια ανεξάρτητη εθνική / κρατική υπόσταση που σχεδιάζει ένα παραγωγικό πρότυπο για τη χώρα και επομένως σχεδιάζει τις ανάγκες σε επιστημονικό προσωπικό σε όλους τους τομείς. Ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή, από τον ονομαζόμενο «σχεδιασμό» των τελευταίων κυβερνήσεων.
Με βάση την παρουσίαση στο υπουργικό συμβούλιο πριν δύο μέρες για το «ελεύθερο» πανεπιστήμιο, στα νέα ιδιωτικά πανεπιστήμια οι περισσότεροι θα μπαίνουν χωρίς εξετάσεις (οι θρηνούντες για τις χαμηλές βαθμολογίες των φοιτητών των δημόσιων πανεπιστημίων θα κοιτάνε αλλού στην προκείμενη περίπτωση), ενώ το μοντέλο που πριμοδοτείται στην ουσία είναι ένα είδος ΣΔΙΤ, όπου τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα καταλήξουν να χρηματοδοτούνται από το κράτος (προς δόξα του επιχειρείν), ενώ τα δημόσια θα ωθούνται σε franchising και συνεργασίες με ιδιωτικά ιδρύματα αμφίβολης ποιότητας. Ήδη πολλά ανοιχτά πανεπιστήμια και κολλέγια χρησιμοποιούν τις υποδομές (π.χ. τις αίθουσες, τις βιβλιοθήκες) των δημόσιων πανεπιστημίων, που αποκτήθηκαν με τη φορολογία του ελληνικού λαού και τον πνευματικό μόχθο πολλών γενιών πριν από εμάς. Ενώ από την άλλη, δημόσια πανεπιστήμια, όπως το ΕΚΠΑ, έσπευσαν μέσω των διοικήσεών τους να προαναγγείλουν τη δημιουργία παραρτημάτων στην Κύπρο (πού αλλού;) με δίδακτρα, ούτως ώστε να έχουν έσοδα «για να καλύψουν τις ανάγκες τους» (sic και πάλι sic, όπως θα έγραφε ο Σεφέρης!)
Δηλαδή, στα ελληνικά συμφραζόμενα τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα μεταφραστούν σε ιδιωτικοποίηση και διάλυση των δημόσιων. Δεν θα συμβεί, δηλαδή, αυτό που συμβαίνει, π.χ. στη Γερμανία, όπου ενώ λειτουργούν ορισμένα ιδιωτικά πανεπιστήμια, σύμφωνα με τις διεθνείς ταξινομήσεις/αξιολογήσεις από τα 43 γερμανικά πανεπιστήμια που ανήκουν στα 500 κορυφαία πανεπιστήμια του κόσμου, μόνο 2 είναι ιδιωτικά…
Δεν είναι καθόλου ασήμαντο ότι οι Σχολές που εμφανίζουν ισχυρές πιθανότητες να είναι ιδιωτικές (είτε ως παραρτήματα αμερικανικών πανεπιστημίων, είτε ως ιδιωτικά παραρτήματα ελληνικών δημόσιων πανεπιστημίων) είναι οι Ιατρικές, οι Νομικές (για όσους γόνους μεγαλοαστών δεν εισάγονται στις υψηλών απαιτήσεων δημόσιες ιατρικές και νομικές Σχολές), οι Οικονομικές, η Ψυχολογία, ίσως και η Αγγλική Φιλολογία. Τι λείπει; Οι κατεξοχήν θετικές επιστήμες (Μαθηματικά, Φυσική), οι κατεξοχήν ανθρωπιστικές (Φιλολογία, Φιλοσοφία, Γλωσσολογία, Ιστορία) και βέβαια η Θεολογία. Όμως, από την ίδρυση του πρώτου πανεπιστημίου στην Μπολόνια το 1088, δεν νοείται πανεπιστήμιο χωρίς Θεολογική και Φιλοσοφική Σχολή. Όπως δεν νοείται πανεπιστήμιο της σύγχρονης εποχής χωρίς θεωρητικά Τμήματα θετικών επιστημών (Μαθηματικά, Φυσική), οι οποίες επιστημολογικά τροφοδοτούν τα ραγδαίως αναπτυσσόμενα Τμήματα Πληροφορικής με την άμεση διασύνδεσή τους με μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες και ως εκ τούτου τις αξιοσημείωτες ευκαιρίες επαγγελματικής αποκατάστασης για τους αποφοίτους τους.
Για να είναι πληρέστερη η εικόνα, αξίζει να σημειωθεί ότι για τις φιλολογικές επιστήμες, την Ιστορία και την Αρχαιολογία προβλέπεται ένας ρόλος στις ιδιωτικοποιημένες δομές, εκείνος των αγγλόφωνων προγραμμάτων για αλλοδαπούς. Θα έπρεπε, όμως, να είναι προφανές ότι αυτό που χρειάζεται η ελληνική εκπαίδευση (και παιδεία) είναι η εμβάθυνση και η έρευνα στην ελληνική ιστορία ή αρχαιότητα με όχημα την νεοελληνική γλώσσα και όχι την παγκοσμίως ηγεμονική αγγλική. Εκτός αν υπάρχει σύγχυση μεταξύ Σχολών Ξεναγών (επίσης χρησιμότατων) και Τμημάτων Αρχαιολογίας ή Βυζαντινής Φιλολογίας.
Και οι προβληματισμοί του μέσου πολίτη;
Η υπεράσπιση του δημόσιου ελληνικού πανεπιστημίου δεν είναι πια εύκολη στην ελληνική κοινωνία, όπως ήταν το 2007. Για μια πληθώρα λόγων που ξεκινούν από την διάχυτη αίσθηση ανημπόριας, από την απόγνωση του «τίποτα δεν αλλάζει» και φτάνουν στην κούραση από τη δυσφήμιση του δημόσιου πανεπιστημίου από συμπεριφορές διδασκόντων και μειοψηφίες φοιτητών, καθώς επίσης και από την de facto λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων στην Κύπρο, τη Βουλγαρία ή αλλού, οι απόφοιτοι των οποίων αποκτούν επαγγελματικά δικαιώματα στην Ελλάδα, η στιγμή μοιάζει ευνοϊκή για την «ιστορική μεταρρύθμιση» της κυβέρνησης. Βοηθούν και οι συνταγματολόγοι «υπηρεσίας» που εφευρίσκουν τρόπους για να παρακαμφθεί το Άρθρο 16.
Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτοί που συμφωνούν αμέσως με την μη ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων είναι οι γονείς από φτωχές οικογένειες, γιατί αυτοί γνώριζαν ως συλλογική γνώση ότι με το δημόσιο πανεπιστήμιο τα παιδιά τους μπορεί να αποκτούσαν ένα καλύτερο μέλλον. Επίσης, ανάμεσα στους φοιτητές δύσκολα μπορεί να υποστηριχθεί η άποψη ότι «ελεύθερο» θα είναι το πανεπιστήμιο με δίδακτρα, ενώ αυτό στο οποίο σπουδάζουν είναι σκλαβωμένο. Το ελληνικό πανεπιστήμιο τα τελευταία 50 χρόνια σφράγισε την ελληνική κοινωνία αναμφίβολα με θετικό τρόπο. Ενίσχυσε την κοινωνική κινητικότητα, παρήγαγε γνώση και τεχνολογία, διαμόρφωσε τις πιο μορφωμένες γενιές των τελευταίων αιώνων στη χώρα, καθόρισε την πολιτική ζωή. Βεβαίως, είχε και στρεβλώσεις και αδυναμίες, όπως καθετί ζωντανό. Επέζησε μετά από δεκαπέντε χρόνια οικονομικής κρίσης και συνειδητών κυβερνητικών επιθέσεων, ως εάν να ήταν η πιο ποταπή ιδιότητα να είσαι Έλληνας πανεπιστημιακός ή φοιτητής.
Με την καταδρομική επίθεση της κυβέρνησης (που δεν είναι διόλου βέβαιο ότι θα πετύχει) σχεδιάζονται και προωθούνται με κυνισμό δομές μετα-δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, κατ’ όνομα «πανεπιστήμια». Φημολογείται ότι θα απαιτηθεί να έχουν τουλάχιστον τρεις Σχολές και τριάντα διδάσκοντες, δηλαδή θα είναι περιορισμένου εύρους, ενώ δεν έχει διευκρινιστεί ο τρόπος επιλογής του διδακτικού προσωπικού. Η αυστηρότητα στην επιλογή των διδασκόντων, των φοιτητών ή στην απονομή πτυχίων δεν χαρακτηρίζει γενικώς τα ιδιωτικά ιδρύματα.
Αυτά τα ιδρύματα δεν θα είναι ελληνικά, δεν θα είναι δημόσια και δεν θα είναι πανεπιστήμια. Και για τους τρεις ισότιμους αυτούς λόγους, θα αγωνιστούμε να μην περάσει αυτή η αντιδραστική πολιτική.
Γιατί υπάρχει ένας βασικός λόγος που αξίζει να ασχολείται κάποιος με την επιστήμη: η διατύπωση του Γαλιλαίου: Eppur si muove / Κι όμως κινείται!
* Η Γιάννα Γιαννουλοπούλου είναι καθηγήτρια Γλωσσολογίας / Φιλοσοφική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών