
Η Ανώτατη Εκπαίδευση και το άρθρο 16 του Συντάγματος
Η σχέση ευρωενωσιακού και εθνικού συνταγματικού δικαίου, η γραμματική ερμηνεία και η οργάνωση της εκπαίδευσης στην Ελλάδα μέσα από τα συνταγματικά κείμενα.
του Βασίλη Ασημακόπουλου
Ευχαριστώ θερμά για την πρόσκληση τον Φ.Σ. «Παρνασσός» και ειδικότερα τον Πρόεδρο Βασίλη Κωνσταντινόπουλο και τον Αντιπρόεδρο Μανόλη Χατζηνάκη. Για όποιον/α παρακολουθεί την εξέλιξη του «Παρνασσού» τα τελευταία χρόνια, πραγματικά αξίζουν συγχαρητήρια στους ακούραστους πρωταγωνιστές της αναγέννησης της φυσιογνωμίας του ιστορικού αυτού Φιλολογικού Συλλόγου.
Ευχαριστώ λοιπόν για την εξαιρετικά τιμητική για εμένα πρόσκληση να συμμετάσχω στην αποψινή ημερίδα, με εκλεκτούς συνομιλητές, για ένα τέτοιο θέμα, σ’ αυτήν την ιστορική αίθουσα στο κέντρο της Αθήνας. Γιατί οι πόλεις πρέπει να έχουν ταυτότητα και μνήμη. Όπως οι χώρες, τα κράτη έχουν Συντάγματα. Έχουν κανόνες δηλαδή, ανώτατους καταστατικούς χάρτες που ορίζουν το πλαίσιο της οργανωμένης ζωής των πολιτών, αλλά και του κράτους. Την οργάνωση της εξουσίας, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις κυβερνώντων και κυβερνωμένων.
Το θέμα της Ανώτατης Εκπαίδευσης, στην τωρινή συγκυρία συνδέεται με τη συζήτηση-αντιπαράθεση που έχει προκληθεί, λόγω της κυβερνητικής πρωτοβουλίας να φέρει ν/σ με τίτλο : «Ενίσχυση του Δημόσιου Πανεπιστημίου – Πλαίσιο λειτουργίας μη κερδοσκοπικών παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων». Ήδη έχει ολοκληρωθεί η φάση της δημόσιας διαβούλευσης, έχει κατατεθεί στη Βουλή και εισέρχεται στην αρμόδια επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής. Βαδίζουμε συνεπώς στην τελική ευθεία για την ψήφιση του συγκεκριμένου ν/σ. Κεντρική στόχευσή του είναι να μπορούν να ιδρυθούν/λειτουργήσουν ιδιωτικά-μη κρατικά, με τη μορφή των παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων.
Το συγκεκριμένο ν/σ που φέρνει η κυβέρνηση, ουσιαστικά θέτει τρία ζητήματα.
1) Το θέμα της συνταγματικότητας, δηλαδή κατά πόσον είναι συμβατή με το άρθρο 16 του Συντάγματος μια ερμηνεία που να επιτρέπει την ίδρυση και λειτουργία ιδιωτικών-μη κρατικών πανεπιστημίων
2). Ποια είναι η κατάσταση σήμερα στα δημόσια πανεπιστήμια ;
3). Τι προβλέπει και τι ζητήματα θέτει το ν/σ για τη λειτουργία των ιδιωτικών-μη κρατικών, αλλά και των δημοσίων πανεπιστημίων, καθώς το ν/σ περιλαμβάνει και διατάξεις που αφορούν στη λειτουργία των δημοσίων πανεπιστημίων.
Θα αναφερθώ στο 1ο ζήτημα, δηλαδή το Συνταγματικό, αφενός στη σχέση του με το ευρωενωσιακό δίκαιο και αφετέρου από μια ειδικότερη οπτική, ιστορικού περισσότερο χαρακτήρα, όχι γιατί τα άλλα δύο δεν είναι εξαιρετικά σημαντικά, αλλά πιστεύω ότι μεθοδολογικά προηγείται και θέτει ευρύτερα ζητήματα δημοκρατίας στη χώρα.
Εισαγωγή- Κάποια ερωτήματα
Την περίοδο 2006-2007, όταν και τότε υπήρξε σημαντική πανεκπαιδευτική και όχι μόνον, κινητοποίηση, η συζήτηση αφορούσε την αναθεώρηση ή όχι του άρθρου 16 του Συντάγματος. Γι’ αυτό και η αναθεώρηση του 2008 έχει μια ιδιαιτερότητα, σε σχέση με τις άλλες τρεις αναθεωρήσεις του Συντάγματος στα χρόνια της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας,, εκείνες του 1986, 2001 και 2019. Είναι πολύ σημαντική για το άρθρο που τελικά δεν αναθεωρήθηκε. Δηλαδή το άρθρο 16.
Το 2024 η συζήτηση είναι διαφορετική. Αν θα παραβιασθεί δια της ερμηνευτικής παράκαμψης το Σύνταγμα και ειδικότερα το άρθρο 16 ή όχι.
Ένα ερώτημα που αυθόρμητα γεννιέται σε κάθε καλόπιστο πολίτη αυτής της χώρας, είναι το εξής :
Γιατί η κυβέρνηση επιλέγει να αλλάξει την πάγια γραμμή της ΝΔ – του νυν Πρωθυπουργού συμπεριλαμβανομένου – από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και μέχρι το α΄ εξάμηνο του 2023, ότι για να επιτραπεί η ίδρυση-λειτουργία ιδιωτικών-μη κρατικών πανεπιστημίων, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η προηγούμενη αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος, που ρητώς απαγορεύει ένα τέτοιο ενδεχόμενο ;
Γιατί επιλέγει την ανασφάλεια δικαίου, με όλα τα προβλήματα που μπορούν να προκύψουν στις ζωές των πολιτών και τον προγραμματισμό των σπουδών ;
Αυτό είναι ένα μεγάλο ερώτημα που καλείται να απαντήσει η κυβέρνηση. Τι συνέβη δηλαδή από το καλοκαίρι του 2023 και μετά, που δεν συνέβαινε προηγουμένως.
Άλλωστε η ΝΔ τόσο την περίοδο 2004-2007-2009, όσο και την περίοδο 2019-2023, μολονότι στις κυβερνητικές της θητείες ψήφισε νομοσχέδια για την τριτοβάθμια εκπαίδευση (ν. 3549/2007 και ν. 4957/2022 αντίστοιχα), δεν ψήφισε νόμο για την ίδρυση-λειτουργία ιδιωτικών/μη κρατικών, ενώ ήταν υπέρ, επειδή ακριβώς κατά τις διαδικασίες συνταγματικής αναθεώρησης 2001, 2008, 2019, δεν είχε αναθεωρηθεί το άρθρο 16, μολονότι η ΝΔ και τις τρεις φορές το είχε προτείνει .
Ιδίως δε ο πρόσφατος- ισχύων νόμος 4957/2022 που αφορούσε την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση αποκλειστικά, έκτασης 489 άρθρων και 260 σελίδων, «συμπληρώνεται» με το υπό συζήτηση ν/σ, το οποίο για τα δημόσια πανεπιστήμια περιλαμβάνει 129 άρθρα – 71 σελίδες ν/σ, πέραν δηλαδή του τμήματος του ν/σ που αφορά τα «μη κρατικά». Τι διαπίστωσαν στους 20 μήνες που μεσολάβησαν από την ψήφιση του προηγούμενου νόμου ;
Πολλώ δε μάλλον που δεν υφίσταται κανένα νέο νομοθετικό ή νομολογιακό δεδομένο που να κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση και να ανατρέπει την πάγια αυτή πολιτική θέση, δηλαδή την αναγκαία προηγούμενη αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος, προκειμένου να ψηφιστεί νόμος για τα ιδιωτικά – “μη κρατικά”.
Η θέση αυτή, δηλαδή η αναγκαία και υποχρεωτική προηγούμενη αναθεώρηση του Συντάγματος δεν ήταν μόνον θέση πολιτική ή νομολογιακή, ήταν και θέση της θεωρίας του Συνταγματικού Δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των καθηγητών συνταγματικού-δημοσίου δικαίου, που τάσσονταν υπέρ της αναθεώρησης του άρθρου 16 τις τελευταίες δεκαετίες ή άλλαξαν τη στάση τους τα τελευταία χρόνια, και εκείνοι μέχρι το καλοκαίρι του 2023 ήταν της θέσης ότι για να επιτραπεί η λειτουργία μη κρατικών-ιδιωτικών πανεπιστημίων, απαραίτητη ήταν η προηγούμενη αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος.
Ως εκ τούτου το θέμα στο επίπεδο της θεωρίας/επιστημονικό, στο επίπεδο της πολιτικής και στο επίπεδο της νομολογίας δεν υπήρχε. Ήταν λυμένο λόγω αφενός της αυτονόητης υποχρέωσης σεβασμού και τήρησης του Συντάγματος, αφετέρου από την ισορροπία μεταξύ Ευρωενωσιακού και Εθνικού Συνταγματικού Δικαίου, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί από τη νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας, του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης, την ελληνική νομοθεσία και εφαρμόζεται με τη μορφή της διάκρισης μεταξύ ακαδημαϊκών και επαγγελματικών δικαιωμάτων.
Η παρούσα ανακοίνωση αρθρώνεται σε τρία επιμέρους ζητήματα : Α) Σχέση ευρωενωσιακού και εθνικού συνταγματικού δικαίου, Β) Άρθρο 16 : Μια συνοπτική γραμματική ερμηνεία, Γ) Η οργάνωση της παιδείας-εκπαίδευσης στην Ελλάδα μέσα από μια ιστορική-συγκριτική προοπτική των συνταγματικών κειμένων.
Α) Σχέση ευρωενωσιακού και εθνικού συνταγματικού δικαίου
Δεν υπάρχει καμία αντίθεση, μεταξύ των δύο δικαϊκών συστημάτων στο συγκεκριμένο ζήτημα . Γι’ αυτό και η Ελληνική Δημοκρατία μέχρι σήμερα δεν έχει κληθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να δώσει εξηγήσεις για παραβίαση της ευρωενωσιακής νομοθεσίας. Ούτε υφίσταται απόφαση του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης που να υποχρεώνει την Ελληνική Δημοκρατία στη λήψη σχετικού νομοθετικού μέτρου, αντίστοιχου με το ν/σ που φέρνει η κυβέρνηση. Ούτε υφίσταται απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας σ’ αυτήν την κατεύθυνση. Και ο λόγος είναι ο ακόλουθος.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, μέχρι σήμερα δεν έχει ομοσπονδιακή δομή. Δεν υφίσταται Ευρωπαϊκή Συνταγματική Συνθήκη, καθώς το «Ευρωσύνταγμα», καταψηφίστηκε στα δημοψηφίσματα του 2005 στην Γαλλία και στην Ολλανδία. Η Ε.Ε. είναι μια πρωτότυπη μορφή περιφερειακής ολοκλήρωσης, που κινείται στη βάση της διακυβερνητικής λειτουργίας και με εκχώρηση αρμοδιοτήτων (σύστημα δοτής αρμοδιότητας) που ανήκαν στη σφαίρα της εθνικής κυριαρχίας, δηλαδή στην λεγόμενη «αποκλειστική αρμοδιότητα της αρμοδιότητας» με όρους συνταγματικής θεωρίας , υπέρ της υπερεθνικής ολοκλήρωσης. Γι’ αυτό και υπάρχουν τριών ειδών αρμοδιότητας σύμφωνα με τη Συνθήκη Λειτουργίας Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) η λεγόμενη και συνθήκη της Λισαβώνας.
Οι αποκλειστικές αρμοδιότητες της ΕΕ (άρθρο 3 ΣΛΕΕ-Συνθήκη) σε τομείς όπως τελωνειακή ένωση, κανόνες ανταγωνισμού, νομισματική πολιτική για τα κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ.
Οι συντρέχουσες αρμοδιότητες (άρθρο 4 ΣΛΕΕ) όπου ΕΕ και κράτη-μέλη δρουν από κοινού, με προβάδισμα της Ε.Ε., σε τομείς όπως περιβάλλον, ενέργεια, κοινωνική πολιτική, ασφάλεια, δικαιοσύνη.
Οι υποστηρικτικές αρμοδιότητες (άρθρο 6 ΣΛΕΕ), που ανήκουν/παραμένουν στα κράτη-μέλη και η παρέμβαση της Ε.Ε. είναι συμπληρωματική-συντονιστική, σε τομείς όπως εκπαίδευση, τουρισμός, βιομηχανία, υγεία.
Η άσκηση των αρμοδιοτήτων διαπνέεται από δύο βασικές αρχές. Εκείνη της αναλογικότητας και εκείνη της επικουρικότητας, η οποία αφορά ιδίως τις υποστηρικτικές αρμοδιότητες της Ε.Ε., που μας ενδιαφέρει εν προκειμένω στα ζητήματα εκπαίδευσης.
Όλα τα ανωτέρω στο πλαίσιο των 4 βασικών αρχών οικονομικής ελευθερίας που αποτελούν τον πυρήνα της ΕΕ, δηλαδή της ελευθερίας κίνησης κεφαλαίου, εργασίας, αγαθών, υπηρεσιών, στις οποίες προφανώς εντάσσεται και το δικαίωμα εγκατάστασης και κερδοφορίας μιας επιχείρησης
Η εκπαίδευση, με τα άρθρα 165-166 Συνθ. Λ.Ε.Ε., το λεγόμενο πρωτογενές ευρωενωσιακό δίκαιο, εντάσσεται στο πεδίο των υποστηρικτικών αρμοδιοτήτων της Ε.Ε.. δηλαδή στα κράτη-μέλη. Γι’ αυτό άλλωστε και η ερμηνεία του άρθρου 16 με βάση το ευρωενωσιακό δίκαιο που εισηγούνται έγκριτοι καθηγητές συνταγματικού δικαίου και αποδέχεται η κυβέρνηση ή ορθότερα ζητήθηκε η επιστημονική άποψη, κάνουν λόγο για τις γενικές αρχές, επικαλούμενοι μεταξύ άλλων και την περίπτωση του βασικού μετόχου.
Όμως εν προκειμένω έχουμε τις ειδικότερες διατάξεις του ίδιου του πρωτογενούς ευρωενωσιακού δικαίου και συνεπώς η αρχή της ελευθερίας εγκατάστασης, έχει αφενός συγκεκριμένους ευρωενωσιακούς περιορισμούς. Διαφορετικά ειπωμένο δεν υφίστανται ευρωενωσιακοί κανόνες που να υποχρεώνουν την Ελληνική Δημοκρατία σε μια τέτοια νομοθέτηση . Αφετέρου ερμηνεία ενάντια στο γράμμα του Συντάγματος – contra legem ερμηνεία- όπως συμβαίνει εν προκειμένω ιδίως αναφορικά με την παρ. 5 του άρθρου 16, δεν μπορεί να βρει έρεισμα με την επίκληση γενικών ενωσιακών ελευθεριών προκειμένου να παρακαμφθεί η συγκεκριμένη εθνική συνταγματική επιταγή, ακριβώς επειδή στην παιδεία η Ε.Ε. έχει μόνον υποστηρικτική αρμοδιότητα. Ούτε αποκλειστική, ούτε συντρέχουσα. Το στοιχείο αυτό διαφοροποιεί την περίπτωση του άρθρου 16 του Συντάγματος με εκείνη του «βασικού μετόχου», όπου συγκεκριμένες ρυθμίσεις ενωσιακής οδηγίας επέβαλλαν ερμηνευτική «διόρθωση» του άρθρου 14 παρ. 9 του Συντάγματος .
Από άποψη παράγωγου ευρωπαϊκού δικαίου, δηλαδή κοινοτικών οδηγιών, ιδίως η 2005/36/ΕΚ που αφορά επιχειρήσεις επαγγελματικής κατάρτισης με το σύστημα της δικαιόχρησης-franchising, έχει ήδη ενσωματωθεί με το ΠΔ 38/2010. Συνεπώς η σχέση ευρωενωσιακού και συνταγματικού δικαίου έχει ρυθμιστεί-αποτυπωθεί σε επίπεδο νομολογίας και νομοθεσίας από μακρού χρόνου, στη βάση της διάκρισης μεταξύ ακαδημαϊκών και επαγγελματικών δικαιωμάτων .
Ας σημειωθεί επιπλέον ότι σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 2 της ΣΛΕΕ ορίζεται σεβασμός από την Ένωση στην εθνική ταυτότητα που είναι συμφυής με τη θεμελιώδη πολιτική και συνταγματική δομή του κράτους-μέλους. Η οργάνωση της παιδείας στο άρθρο 16 του Συντάγματος, τόσο ως διατύπωση, όσο και ως προς το ιστορικό των αναθεωρήσεων που έχουν επιχειρηθεί και έχουν μέχρι τώρα στο σύνολό τους απορριφθεί, μπορεί ενδεχομένως να θεωρηθεί ότι συναποτελεί στοιχείο εθνικής συνταγματικής ταυτότητας, με υποχρέωση σεβασμού της ΕΕ
Όσον αφορά το θέμα της διεθνούς συμφωνίας της GATS σημερινού ΠΟΕ (Γενική Συμφωνία για τις συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών)- που αφορά το θέμα που συζητάμε καθώς τρίτες χώρες, μεταξύ αυτών και η Αγγλία που δεν είναι πλέον κράτος-μέλος της ΕΕ και επειδή πιθανά πανεπιστήμια που θα μπουν στη διαδικασία αυτής της επιχειρηματικής πρωτοβουλίας, το πλαίσιο της οποίας διαμορφώνει η κυβέρνηση με το προτεινόμενο ν/σ, έχουν έδρα στο Ηνωμένο Βασίλειο, ούτε στην περίπτωση αυτή κατά μία ισχυρά υποστηριζόμενη νομικά άποψη , υφίσταται συμβατική υποχρέωση της Ελληνικής Δημοκρατίας. Η χώρα μας έχει ρητά επιφυλαχθεί του δικαιώματός της για επιβολή κάθε είδους περιορισμών, χωρίς δεσμεύσεις, ως προς τα εκπαιδευτικά ιδρύματα που χορηγούν κρατικώς αναγνωρισμένα διπλώματα .
Τους κινδύνους παραβίασης και του Ευρωενωσιακού δικαίου από το συγκεκριμένο ν/σ και εφόσον καταστεί νόμος του ελληνικού κράτους, επισημαίνει και με το από 19-2-2024 Υπόμνημά της προς τον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, η Ένωση Επιστημόνων Ευρωπαϊκών Σπουδών ύστερα από σχετική ημερίδα που διοργάνωσε στον Δ.Σ.Α. στις 15-2-2024 :
Όπως καταληκτικά συνοψίζεται στο σχετικό Υπόμνημα :
« 1) Δεν υπάρχει – ούτε και θα μπορούσε να υπάρχει – απαίτηση ακαδημαϊκής αναγνώρισης των ευρωπαϊκών τίτλων σπουδών στη χώρα μας. Το ν/σ συνιστά πολιτική επιλογή, όχι νομική αναγκαιότητα.
2) Οι επί μέρους όροι αδειοδότησης και λειτουργίας των ΝΠΠΕ (που επιβάλλονται ως «αντάλλαγμα» για την ακαδημαϊκή αναγνώριση) βρίθουν περιορισμών, οι οποίοι είναι αμφίβολο αν πληρούν τις προϋποθέσεις της νομολογίας Gebhard: αν δικαιολογούνται από επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος, είναι δύσκολο να στηριχθεί ότι είναι απαραίτητοι και αναλογικοί.
3) Ασχέτως των επί μέρους ρυθμίσεων, με τη ρύθμιση αυτήν ο Έλληνας νομοθέτης παραβιάζει το Ενωσιακό δίκαιο, με δύο τρόπους: i) δημιουργεί στρεβλώσεις στην εσωτερική αγορά υπηρεσιών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, δημιουργώντας εγκατάσταση δύο ταχυτήτων: αυτή που σέβεται την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης και των ελέγχων του κράτους προέλευσης αλλά δίνει μόνον επαγγελματική ισοδυναμία, και αυτήν η οποία οδηγεί σε αυτόματη ακαδημαϊκή αναγνώριση, παραβιάζοντας πολλαπλά τις αρχές της εσωτερικής αγοράς, ii) ευνοεί τους παρόχους εκπαιδευτικών υπηρεσιών που είναι πρόθυμοι να δεχθούν τους όρους, ελέγχους και πιστοποιήσεις που παραβιάζουν το Ενωσιακό δίκαιο.
4) Τα παραπάνω στοιχεία παραβίασης του δικαίου της ΕΕ, ακόμη κι αν δεν ερωτηθεί σχετικά, το ΔΕΕ είναι πιθανό να τα εντοπίσει σε ενδεχόμενο προδικαστικό ερώτημα. Ούτως ή άλλως, ενδεχόμενο προδικαστικό ερώτημα του ΣτΕ – και άρα και η απάντηση του ΔΕΕ – δε μπορεί να επικεντρώνεται στην ερμηνεία του Συνταγματικού μας δικαίου, αλλά του Ενωσιακού. Συνεπώς, αν υποβληθεί προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ, πιθανότατα η απάντηση θα οδηγήσει σε ακόμη πιο «φιλελεύθερες» προσεγγίσεις».
Είναι ορατό το ενδεχόμενο ότι με το ν/σ και εφόσον ψηφιστεί, ανοίγει η πόρτα για την ιδιωτικοποίηση των δημοσίων πανεπιστημίων και την επιβολή διδάκτρων στα προπτυχιακά. Η νομολογία του ΔΕΕ και η ευρωενωσιακή νομοθεσία στην περίπτωση αυτή, μπορεί να αποτελέσουν το βασικό όχημα, καθώς αυτό που επιβάλλουν τόσο οι διατάξεις του ενωσιακού δικαίου, όσο και οι διεθνείς συμφωνίες όπως η GATS, είναι εάν επιτρέψει ένα κράτος μέλος τη λειτουργία μη κρατικών πανεπιστημίων να μην προβαίνει σε άμεσες ή έμμεσες, εν τοις πράγμασι διακρίσεις με βάση την ιθαγένεια, την έδρα κλπ. Επ’ αυτού η απόφαση του ΔΕΕ C-66/18 του 2020, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, για την οποία γίνεται μεγάλη συζήτηση .
Όλα αυτά είναι γνωστά και έχουν ήδη καταδειχθεί με μεγάλη σαφήνεια στο δημόσιο διάλογο και στην τωρινή συγκυρία.
Β) Τι λέει το άρθρο 16 του Συντάγματος ; Μια συνοπτική γραμματική αναφορά- ερμηνεία
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά και ο αναπληρωτής καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου του ΑΠΘ Ακρίτας Καϊδατζής, σε μια παρέμβασή του, « το άρθρο 16 λέει αυτό που όλοι διαβάζουμε» . «Η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται» (παρ. 8). Υποστηρίχθηκε ότι η σύσταση απαγορεύεται και όχι η εγκατάσταση παραρτημάτων πανεπιστημίων που έχουν συσταθεί σε άλλο κράτος . Όμως το άρθρο 16 περιέχει δύο ακόμα διατάξεις. Η πρώτη λέει: «H ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση» (παρ. 5). Και η δεύτερη: «Οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί. Το υπόλοιπο διδακτικό προσωπικό τους επιτελεί επίσης δημόσιο λειτούργημα» (παρ. 6). Καλύπτονται δε από την ακαδημαϊκή ελευθερία (παρ. 1).
Το Σύνταγμα, επομένως, δεν απαγορεύει απλώς τα ιδιωτικά πανεπιστήμια (παρ. 8). Απαγορεύει κάθε είδους, μορφής και ονομασίας πανεπιστήμιο που δεν λειτουργεί ως πλήρως αυτοδιοικούμενο ν.π.δ.δ. (παρ. 5) με καθηγητές δημόσιους λειτουργούς (παρ. 6). Δεν χρειάζεται να είναι κανείς νομικός ή συνταγματολόγος για να αντιληφθεί ότι αυτή είναι μια απόλυτη απαγόρευση. Οι λέξεις «αποκλειστικά» και «απαγορεύεται», που είναι οι κρίσιμες, δεν αφήνουν περιθώριο αμφιβολίας. Επιτάσσοντας ως αποκλειστική τη μορφή του ν.π.δ.δ., το Σύνταγμα θέτει εκτός συναλλαγών την ανώτατη εκπαίδευση, συνοψίζει ο Ακρίτας Καϊδατζής στην παρέμβασή του.
Οι ερμηνευτικές προσεγγίσεις που προτείνονται με τις έννοιες-ορολογίες του «ζωντανού Συντάγματος», του «επαυξημένου Συντάγματος», του «πολυεπίπεδου συνταγματισμού», δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές σε μια contra legem ερμηνεία, δηλαδή ερμηνεία ενάντια στο γράμμα του Συντάγματος. Μια τέτοια μεταχείριση-αντιμετώπιση συνταγματικών διατάξεων, δηλαδή κανόνων δικαίου αυξημένης τυπικής ισχύος, ανοίγει διάπλατα την πόρτα της αυθαιρεσίας της εξουσίας και των ισχυρών.
Γ) Η οργάνωση της παιδείας-εκπαίδευσης στην Ελλάδα μέσα από μια ιστορική-συγκριτική προοπτική των συνταγματικών κειμένων.
Η κλασική ερμηνευτική προσέγγιση των κανόνων δικαίου, έχει τέσσερα επίπεδα. Την γραμματική, την ιστορική, την συστηματική και την τελολογική ερμηνεία. Θα ακολουθήσουμε μια ευρύτερη ιστορική ερμηνεία, όχι κλασικού τύπου, μέσα από την συγκριτική ανάλυση των συνταγματικών κειμένων, για τον εξής επιπλέον λόγο. Πολλές φορές στο δημόσιο διάλογο που έχει αναπτυχθεί, τόσο από τα πλέον αρμόδια κυβερνητικά χείλη, όσο και από έγκριτους συνταγματολόγους, ακόμα και στην επίσημη αιτιολογική έκθεση του ν/σ, αναπαράγεται το σχήμα ότι το άρθρο 16 του Συντάγματος είναι χουντικής προέλευσης, λόγω της μορφής του πανεπιστημίου που προβλέπει ως αποκλειστικά ΝΠΔΔ.
Το επιχείρημα είναι μεν νομικά αδιάφορο, πολιτικά όμως καθόλου αθώο. Γι’ αυτό και διαρκώς επαναλαμβάνεται. Πέραν όμως απ’ αυτό είναι πλήρως διαστρεβλωτικό της πραγματικότητας. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή της εξέλιξης της συνταγματικής ιστορίας της σύγχρονης Ελλάδας . Είναι και η αίθουσα, ο χώρος που βρισκόμαστε, το πνεύμα του τόπου, που καλεί σε τέτοιες προσεγγίσεις, αναγνώσεις και ματιές.
Η σημασία της παιδείας, είχε συνειδητοποιηθεί από τους υπόδουλους Έλληνες. Η συνειδητοποίηση αυτή που ερχόταν από τους αιώνες, συνδέθηκε και συναντήθηκε στην πορεία με το ρεύμα του Διαφωτισμού. Ο Ρήγας Βελεστινλής στο σχέδιο του Συντάγματός του (1797) θα το διατυπώσει περίφημα στο άρθρο 22 : « Όλοι χωρίς εξαίρεσιν έχουν χρέος να ηξεύρουν γράμματα, η πατρίς έχει να καταστήση σχολεία εις όλα τα χωρία δια τα αρσενικά και τα θηλυκά παιδία. Εκ των γραμμάτων γεννάται η προκοπή με την οποίαν λάμπουν τα ελεύθερα έθνη. Να εξηγούνται οι παλαιοί ιστορικοί συγγραφείς. Εις δε τα μεγάλας πόλεις να παραδίδεται η Γαλλική και η Ιταλική γλώσσα, η δε Ελληνική να είναι απαραίτητος».
Έχοντας αυτή την κληρονομιά και βιωμένη παράδοση, οι Επαναστάτες θα θεσπίσουν, στο πνεύμα της δημοκρατικής αρχής και της ισότητας, την υποχρέωση της πολιτείας να οργανώσει την εκπαίδευση (Σύνταγμα 1823- Άστρος Κυνουρίας, Νόμος της Επιδαύρου κεφ. Ι΄ παρ. πζ΄). Ακολούθως πέραν της υποχρέωσης του κράτους, θα προβλέψουν στο πνεύμα της φιλελεύθερης αρχής και τη δυνατότητα των Ελλήνων να ιδρύουν «καταστήματα…παιδείας» (Σύνταγμα 1827- Τροιζήνα, Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος, άρθρο 20).
Η διαλεκτική ένταση της δημοκρατικής και φιλελεύθερης αρχής και η οποία στην εκπαίδευση λαμβάνει τη μορφή της δημόσιας-κρατικής και της ιδιωτικής εκπαίδευσης- που επαναλαμβάνεται και στο λεγόμενο “Ηγεμονικό” Σύνταγμα του 1832 (άρθρο 28) που ποτέ δεν εφαρμόστηκε στην πράξη – ουσιαστικά διαπνέει όλα τα Συντάγματα στο ζήτημα της εκπαίδευσης και σε όλες τις βαθμίδες. Εξαίρεση αποτελεί το Σύνταγμα του 1975 (άρθρο 16) ειδικώς για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση και δη την ανώτατη.
Τα Συντάγματα του 1844 (άρθρο 11) και του 1864 (άρθρο 16), επαναλαμβάνουν τη διαλεκτική ένταση μεταξύ δημοκρατικής/δημόσιας και φιλελεύθερης/ιδιωτικής εκπαίδευσης, με την προσθήκη της διάκρισης των βαθμίδων, καθώς εμφανίζεται για πρώτη φορά ο όρος “ανώτερη εκπαίδευση”, δεδομένης της ίδρυσης του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1837, χωρίς στην πράξη να υφίστανται ιδιωτικά πανεπιστήμια.
Η τομή που επέφερε η πολύ σημαντική συνταγματική αναθεώρηση του 1911, απηχώντας τον βενιζελικό κοινωνικό φιλελευθερισμό και την παρουσία του σοσιαλιστικού χαρακτήρα αριστερού βενιζελισμού στα ζητήματα της εκπαίδευσης (άρθρο 16) είναι η συνταγματική καθιέρωση του υποχρεωτικού και δωρεάν χαρακτήρα της βασικής εκπαίδευσης, η οποία θα ολοκληρωθεί με την πρώτη καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας στη συγκεκριμένη εκπαιδευτική βαθμίδα το 1917. Παράλληλα διατηρήθηκε η διαλεκτική ένταση μεταξύ δημοκρατικής/δημόσιας και φιλελεύθερης/ιδιωτικής εκπαίδευσης, δηλαδή η υποχρέωση του κράτους να παρέχει οργανωμένη, δημόσια και δωρεάν (βασική) εκπαίδευση και παράλληλα η δυνατότητα ιδιωτών να ιδρύουν εκπαιδευτικούς οργανισμούς.
Στα Συντάγματα της Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας (αβασίλευτης) του 1925 (άρθρο 21) και 1927 (άρθρο 23), επαναλαμβάνονται τα κεκτημένα της αναθεώρησης του 1911 αναφορικά με την εκπαίδευση, που ορίζεται ως υποχρεωτική δημόσια και δωρεάν στο στάδιο της βασικής, τη σχέση μεταξύ δημόσιας-ιδιωτικής εκπαίδευσης. Προστίθενται όμως, υπό την επιρροή των σοσιαλιστικών ιδεών (Αλέξανδρος Παπαναστασίου), οι σκοποί κοινωνικού-δημοκρατικού χαρακτήρα της εκπαίδευσης (ιδίως σ’ εκείνο του 1925) αλλά και η συγκεντρωτική-αποφασιστικού χαρακτήρα του κράτους, αρμοδιότητα αναφορικά με τα εκπαιδευτικά προγράμματα. Στο γράμμα και το πνεύμα των συγκεκριμένων συνταγματικών διατάξεων κινήθηκε η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση των κυβερνήσεων Βενιζέλου της περιόδου 1928-1932 .
Τόσο το σχέδιο του Συντάγματος του 1948 (άρθρο 9), όσο και το Σύνταγμα του 1952 (άρθρο 16), διατηρούν τη διαλεκτική ένταση δημοσίου-ιδιωτικού χαρακτήρα της εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες. Στο κλίμα της εποχής, ορίζουν το σκοπό της εκπαίδευσης, αντικαθιστώντας όμως την κοινωνιοκεντρική αποστολή σοσιαλιστικής προέλευσης, με το σχήμα του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, για την α΄ βάθμια και β΄ βάθμια εκπαίδευση.
Ο ελληνοχριστιανισμός στον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο , δημιουργό του σχήματος, στα μέσα του 19ου αιώνα, έχει το νόημα της αντίθεσης στην αποικιακού χαρακτήρα αντίληψη του δυτικού ιμπεριαλισμού, μέσα από την ανάδειξη της ελληνορθόδοξης πολιτισμικής ταυτότητας των Ελλήνων, ήδη διαμορφωθείσα την περίοδο του ύστερου Βυζαντίου, οπότε και έχει την αφετηρία του ο Νέος Ελληνισμός σύμφωνα με τον ιστορικό Νίκο Σβορώνο .
Στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, το σχήμα του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, σε μια τελείως διαφορετική συγκυρία – έχοντας ως προηγούμενο τις διανοητικές αντιπαραθέσεις ήδη από την περίοδο του Μεσοπολέμου – διαστρεβλώνεται το ιστορικό νόημά του, λαμβάνοντας το χαρακτήρα του απολογητισμού του “κράτους των εθνικοφρόνων” και της αντίθεσης στον μαρξισμό-ιστορικό/διαλεκτικό υλισμό.
Η χούντα στη συνέχεια ως σκληρός πυρήνας των μηχανισμών του μετεμφυλιακού κράτους και της εσωτερίκευσης του γεωπολιτικού ελέγχου της χώρας, ολοκλήρωσε τον εκφυλισμό και του συγκεκριμένου σχήματος. Αποτέλεσμα ήταν η αντικατάσταση του φθαρμένου σχήματος του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού στο ισχύον Σύνταγμα με την «ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τoυς [των Ελλήνων] σε ελεύθερoυς και υπεύθυνoυς πoλίτες», ως αποστολή της παιδείας (αρ. 16 παρ. 2 του Συντάγματος).
Περαιτέρω στο άρθρο 16 του Συντάγματος του 1952, για πρώτη φορά προβλέπονται ξεχωριστές παράγραφοι για την ανώτατη-τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αυτή παρέχεται με τη μορφή ιδρυμάτων, αυτοδιοικούμενων (όχι πλήρως), υπό την εποπτεία του κράτους. Οι καθηγητές αυτών είναι δημόσιοι υπάλληλοι (όχι δημόσιοι λειτουργοί). Δεν προβλέπεται ακαδημαϊκή ελευθερία. Επιτρέπεται ακόμα η ίδρυση-λειτουργία και τριτοβάθμιων μορφών εκπαίδευσης (καθώς δεν γίνεται διάκριση στη σχετική διάταξη) από ιδιώτες «μη στερημένους των πολιτικών δικαιωμάτων» με ό,τι αυτό συνεπάγεται στη μετεμφυλιακή Ελλάδα ή από νομικά πρόσωπα. Στην προδικτατορική περίοδο υπήρχαν Πανεπιστήμια-Σχολές, μη κρατικές (Πάντειος, Βιομηχανικές, Εμπορική), όπως άλλωστε είχε αποφανθεί σχετικά και το Συμβούλιο Επικρατείας το 1961 και οι οποίες εντάχθηκαν στην πορεία στο χώρο της δημόσιας τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, όπως ήταν οι διεκδικήσεις του προδικτατορικού φοιτητικού κινήματος .
Τα “Συντάγματα” της δικτατορικής περιόδου (1968, 1973) στο άρθρο 17 παρ. 4, ορίζουν τα ΑΕΙ ως αυτοδιοικούμενα (όχι πλήρως), λαμβάνοντας τη μορφή – για 1η φορά- των Ν.Π.Δ.Δ. (όχι αποκλειστικά). Οι καθηγητές είναι δημόσιοι υπάλληλοι (όχι δημόσιοι λειτουργοί). Δεν προβλέπεται ακαδημαϊκή ελευθερία. Απεναντίας, ορίζεται συγκεκριμένο όργανο κρατικής εποπτείας (Κυβερνητικός Επίτροπος). Το σχήμα του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού» προσδιοριστικού των αξιών της παιδείας επεκτείνεται και στην Γ΄ βάθμια εκπαίδευση. Έχει ένα ενδιαφέρον όπως προκύπτει από τα πρακτικά της συζήτησης στο Υ.Σ. της χούντας, ότι ο Π. Πιπινέλης, Υπουργός Εξωτερικών της δικτατορικής κυβέρνησης, αναφέρει ότι «οι δύο όροι ελληνικός και χριστιανικός αντιμάχονται αλλήλους και ευρίσκονται εις οξείαν αντίθεσιν» και ο διαχωρισμός των λέξεων απλώς άμβλυνε την αντίθεση. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα χουντικά Συντάγματα, του 1968 και του 1973, ο ελληνοχριστιανικός πολιτισμός, διαχωρίζεται σε ελληνικό και χριστιανικό κατά τη σχετική γραμματική διατύπωση .
Εκτός του Κυβερνητικού Επιτρόπου για την Γ΄ Βάθμια Εκπαίδευση, γενικώς για την παιδεία προβλέπεται η συγκρότηση του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας (παρ. 2), που δεν προβλεπόταν στο Σύνταγμα του 1952. Όπως διαβάζουμε στα Πρακτικά του ΥΣ της χούντας από τον Π. Πιπινέλη και τον Α. Ματθαίου για την ανάγκη συγκρότησης του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας : «Να υπάρχει ένας νυχτοφύλαξ, ένα όργανον το οποίον να εποπτεύη [διοτι δεν μπορεί] «ο οποιοσδήποτε Παπανούτσος να καθορίζη την πολιτική επί της Παιδείας». Η αναφορά και η ιστορική παραπομπή είναι ευθεία, στη δημοκρατική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1964-1965 της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου (Ένωση Κέντρου), με πρωταγωνιστή τον Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Παιδείας τότε Ευάγγελο Παπανούτσο.
Στην παρ. 5 του ίδιου άρθρου προβλέπεται η δυνατότητα ίδρυσης-λειτουργίας και τριτοβάθμιων μορφών εκπαίδευσης (καθώς δεν γίνεται διάκριση στη σχετική διάταξη) από ιδιώτες «μη στερημένους των πολιτικών δικαιωμάτων» ή από νομικά πρόσωπα, επαναλαμβάνοντας τη διατύπωση του Συντάγματος του 1952, προσθέτοντας ότι τόσο οι ιδρύοντες, όσο και οι διδάσκοντες στις δομές αυτές της εκπαίδευσης, θα πρέπει να έχουν τα απαιτούμενα «ηθικά και λοιπά προσόντα» δημοσίων υπαλλήλων.
Στις διατάξεις των χουντικών συνταγμάτων το κρίσιμο δεν είναι η διατήρηση ή μη της δυνατότητας ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων, ασχέτως αν για λόγους αυταρχικού ελέγχου οι δικτάτορες ως διάθεση να μην ήταν θετικοί. Οι αναφορές στο Υπουργικό Συμβούλιο της χούντας, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, είναι μάλλον αποσπασματικές. Η δυνατότητα ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων φαίνεται να παραμένει τυπικά, καθώς η μορφή ΝΠΔΔ δεν τίθεται ως αποκλειστική, ενώ η σχετική διατύπωση του Συντάγματος του 1952 για δυνατότητα ίδρυσης ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων, στο πλαίσιο της οποίας είχε γίνει και νομολογιακά δεκτό, ότι επιτρέπεται η σύσταση τριτοβάθμιας εκπαίδευσης από ιδιώτες, επαναλαμβάνεται.
Αυτό προκύπτει και από τη σχετική αναφορά στο Υπουργικό Συμβούλιο του Θεοφύλακτου Παπακωνσταντίνου Υπουργού Παιδείας της δικτατορίας, ο οποίος θεωρεί ότι η στάθμη της παρεχόμενης εκπαίδευσης σε ιδιωτικά-ξένα πανεπιστήμια θα ήταν κατώτερη από τα κρατικά ελληνικά .
Το κρίσιμο για το δικτατορικό καθεστώς είναι ο έλεγχος της δημόσιας τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και η μετατροπή της σε Κρατική, ολοκληρώνοντας την κατεύθυνση του αυταρχικού κρατισμού του Συντάγματος του 1952, για να «δανειστούμε» έναν κλασικό όρο του Νίκου Πουλαντζά .
Το Σύνταγμα του 1975, στο άρθρο 16 προβλέπει ότι : «Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν ΝΠΔΔ με πλήρη αυτοδιοίκηση», υπό την εποπτεία (όχι έλεγχο) του κράτους (παρ. 5). Δεν υπάρχει στο Σύνταγμα, Κυβερνητικός Επίτροπος, ούτε Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας. Οι καθηγητές, όπως και το υπόλοιπο διδακτικό προσωπικό, είναι δημόσιοι λειτουργοί (όχι δημόσιοι υπάλληλοι). Τα σχετικά με την κατάσταση αυτών των προσώπων καθορίζονται από ειδικό νομικό καθεστώς, όχι δηλαδή από τον δημοσιοϋπαλληλικό κώδικα (παρ. 6 εδαφ. α). Το σύνολο του καθηγητικού προσωπικού καλύπτεται από το καθεστώς της ακαδημαϊκής ελευθερίας (παρ. 1). Ειδικώς οι καθηγητές προσιδιάζουν ως προς τις εγγυήσεις ισοβιότητας με το καθεστώς των δικαστών (παρ.6 εδαφ. β΄ και γ΄). Στην παρ. 8 εδαφ. β΄ ορίζεται δε ρητώς : «Η σύσταση ανωτάτων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται».
Από τη συγκεκριμένη διάταξη προκύπτει ότι η διαλεκτική ένταση μεταξύ δημοκρατικού/δημόσιου και φιλελεύθερου/ιδιωτικού στο επίπεδο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, που συνεχιζόταν και με τα “συντάγματα” της χούντας ως δημόσιο/κρατικό και ιδιωτικό κατά τη γραμματική ερμηνεία αυτών, διακόπτεται με τη ρητή απαγόρευση σύστασης ανώτατης σχολής από ιδιώτες σε συνδυασμό με τη χρήση του επιρρήματος «αποκλειστικά» πριν τα ΝΠΔΔ. Αυτό συνιστά ρητή αποδοκιμασία-απαγόρευση σύστασης-λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων, που δεν υπήρχε στα “συντάγματα” της χούντας.
Το άλλο στοιχείο που αλλάζει σε σχέση με τα Συντάγματα του 1952 και της χούντας του 1968 και του 1973, είναι ότι τα πανεπιστήμια από Κρατικά (καθηγητές δημόσιοι υπάλληλοι, μη ύπαρξη ακαδημαϊκής ελευθερίας, ύπαρξη κυβερνητικού επιτρόπου ειδικώς σ’ εκείνα του 1968 και 1973), γίνονται Δημόσια (καθηγητές και διδακτικό προσωπικό δημόσιοι λειτουργοί, κατοχύρωση ακαδημαϊκής ελευθερίας, ιδρύματα πλήρως αυτοδιοικούμενα). Αυτόν τον συγκεκριμένα δημόσιο (όχι κρατικό) χαρακτήρα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης του άρθρου 16 του Συντάγματος του 1975, οργάνωσε ο κοινός νομοθέτης στη συνέχεια, η κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου (ΠΑΣΟΚ) με το ν-π 1268/1982 . Στη χώρα μας, όπως και στα υπόλοιπα κράτη-μέλη της Ε.Ε., η Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, σύμφωνα με το άρθρο 16 του Συντάγματος, είναι Δημόσια και όχι Κρατική. Κρατική – και όχι Δημόσια με την έννοια αυτή – είναι η οργάνωση της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα, αλλά όχι αποκλειστικά κρατική, όπως άλλωστε και στα υπόλοιπα κράτη-μέλη της Ε.Ε.
Αυτά είχε στο νου του ο συνταγματικός νομοθέτης του 1975, δεδομένου ότι η Ν.Δ. διέθετε 220 βουλευτές σ’ εκείνη την Βουλή, αλλά και τα κόμματα της αντιπολίτευσης που δεν ψήφισαν μεν το Σύνταγμα, αλλά μετείχαν ενεργητικά και δραστήρια στις αρμόδιες επιτροπές και στη διαμόρφωση των σχετικών άρθρων του Συντάγματος, όπως και οι καθηγητές των πανεπιστημίων της χώρας που είχαν παρέμβει τότε στη σχετική συζήτηση .
Τα κόμματα δε της αντιπολίτευσης (ΕΚ-ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ, ΚΚΕ εσωτ, ΕΔΑ), στο κλίμα της εποχής τόσο με όρους εγχώριας εξέλιξης (ριζοσπαστικά δημοκρατικό κλίμα της Μεταπολίτευσης), όσο και ευρωπαϊκής (μεταπολεμική άνοδος και κυριαρχία κοινωνικού κράτους, από-εμπορευματοποίηση υπηρεσιών και μετατροπή τους σε δημόσια αγαθά, στα οποία ο πολίτης έχει πρόσβαση- κοινωνικό δικαίωμα με την ιδιότητά του ως πολίτης, όχι ως πελάτης-καταναλωτής), πλειοδοτούσαν σε προτάσεις απαγόρευσης της ιδιωτικής πρωτοβουλίας της εκπαίδευσης και καθιέρωσης του αποκλειστικά δημόσιου χαρακτήρα της. Αν θέλουμε να δούμε την ιστορική ερμηνεία στην πιο κλασική-νομική της διάσταση. Η πλειοψηφία δε των μετεχόντων στη σχετική συζήτηση, είτε ως εκπρόσωποι κομμάτων, είτε ως διανοούμενοι, ήταν άνθρωποι με εξαιρετικά αυξημένη δημοκρατική συνείδηση και ευαισθησία, εκφρασμένη με πράξεις και με λόγια, καταβάλλοντας το σχετικό προσωπικό κόστος.
Η οργάνωση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης στην Ελλάδα, το περίφημο άρθρο 16 ως ισχύει, συγκρίνοντάς το με τις διατάξεις τόσο του Συντάγματος του 1952, αλλά και των χουντικών του 1968 και 1973, οδηγεί σ’ ένα καταληκτικό συμπέρασμα. Δεν έχουν καμία σχέση. Εκείνες των Συνταγμάτων του 1952, 1968, 1973- που δεν αποκλείουν την ίδρυση-λειτουργία ιδιωτικών/μη κρατικών- κινούνται στο πλαίσιο του αυταρχικού κρατισμού. Εκείνες του ισχύοντος Συντάγματος του 1975 – που αποκλείουν την ίδρυση-λειτουργία ιδιωτικών/μη κρατικών- κινούνται στο πλαίσιο της δημοκρατίας, του δημοσίου, της ελευθερίας και της ισότητας, συμπυκνώνοντας τον αγώνα και τα οράματα του φοιτητικού και λαϊκού κινήματος της εποχής και μερίδας ακαδημαϊκών δασκάλων, που αποτέλεσαν βασικά θεμέλια της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, που την φετινή χρονιά συμπληρώνονται 50 χρόνια από την καθιέρωσή της, μετά το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου και την εισβολή του τουρκικού Αττίλα στην Κύπρο το 1974. Το τι έγινε στη συνέχεια και τις δεκαετίες που μεσολάβησαν μέχρι σήμερα στην ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι μια άλλη πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση.
Επίλογος-Συμπέρασμα
Από τις τρεις οπτικές που εξετάσαμε το ζήτημα, της σχέσης ευρωενωσιακού-εθνικού συνταγματικού δικαίου, τη συνοπτική γραμματική ερμηνεία και την ιστορική συγκριτική προσέγγιση της συνταγματικής διάταξης, ένα συμπέρασμα προκύπτει, στο θέμα της συγκυρίας.
Είναι κατάφωρη η παραβίαση του Συντάγματος δια της “ερμηνευτικής παράκαμψής του” που επιχειρείται με το ν/σ αυτό από την Κυβέρνηση, το οποίο θα έχει, εφόσον τελεσφορήσει, πολλές και σε πολλαπλά επίπεδα συνέπειες. Και είναι αυτή η ωμή παραβίαση του Συνταγματικού Κανόνα, δηλαδή κανόνων αυξημένης τυπικής ισχύος που έχουμε όλοι οι πολίτες αυτής της χώρας συμφωνήσει και συνομολογήσει ότι ρυθμίζουν την οργάνωση και άσκηση της κρατικής εξουσίας, το δημοκρατικό πλαίσιο κανόνων οργάνωσης της ζωής μας, που πυροδοτεί το κύμα των καταλήψεων στα Πανεπιστήμια. Είναι από τις λίγες φορές που η κατάληψη ως μέσο πάλης, αποτελεί εκδήλωση συνταγματικού πατριωτισμού στο πλαίσιο του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος – είναι ενισχυμένο, με τις επώδυνες εμπειρίες και μνήμες του ελληνικού λαού, το περίφημο 1-1-4 του Συντάγματος του 1952 – και δημοκρατικού προτάγματος. Γιατί υπεράσπιση του Συντάγματος, είναι υπεράσπιση του Δημοκρατικού Πολιτεύματος, το οποίο συνδέεται άρρηκτα με την δημοκρατική εκπαίδευση. Και Δημοκρατική Εκπαίδευση σημαίνει εκπαίδευση Δημόσια και Δωρεάν. Η εκπαίδευση είναι δικαίωμα. Δεν θα γίνει προνόμιο, όπως γράφαμε σε μια διακήρυξή μας την περίοδο του κινήματος το 2006-2007 .
Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας.