του Βασίλη Κων/νου Φούσκα
Με αφορμή τη μελέτη του Σταύρου Λυγερού, Η Εξέγερση του Πολυτεχνείου

Ο Σταύρος Λυγερός, μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και μία από τις σημαντικότερες ερευνητικές δημοσιογραφικές πένες της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, πήρε τη (ορθότατη) απόφαση να καταθέσει, σε διασκευασμένη μορφή, την εμπειρία του για τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, τα είχε παρουσιάσει στο δίτομο έργο του το 1977, Φοιτητικό κίνημα και ταξική πάλη στην Ελλάδα.

Λέω ότι η απόφαση της έκδοσης ήταν ορθότατη από το γεγονός και μόνο ότι η σημερινή νεολαία, ακόμα και η πιο πολιτικοποιημένη, πολύ λίγα γνωρίζει για το τι πραγματικά έγινε τότε, πως ξεκίνησε η φοιτητική εξέγερση που κατέληξε στη δραματική κατάληψη του Πολυτεχνείου τα μέσα του Νοέμβρη του 1973, πιο ήταν το πλαίσιο και το περιεχόμενό της και πως, τελικά, προσπάθησαν να σφετεριστούν τη λαϊκή αυθορμησία των φοιτητών – αλλά, ως ένα βαθμό, και των εργαζομένων – οι φοιτητικές παρατάξεις της Πανσπουδαστικής/ΚΝΕ (ΚΚΕ) και του Ρήγα Φεραίου (ΚΚΕεσ), οι οποίες συγκροτούσαν την λεγόμενη αντι-ΕΦΕΕ. Ο Λυγερός καταδεικνύει πειστικά, με μαρτυρίες και αναντίρρητες καταθέσεις, ότι η φοιτητική εξέγερση πήγαινε πολύ πιο πέρα από την αμεσότητα του κινήματος σχετικά με τις φοιτητικές εκλογές και την βέβαιη νοθεία τους, όπερ και η αδήριτη ανάγκη του καθεστώτος Παπαδόπουλου να καταστείλει το φοιτητικό κίνημα. Η θεμελιώδης αντίφαση του καθεστώτος, θα πει ο Λυγερός, ήταν ότι ενώ από τη μια μεριά δρομολογούσε το «πείραμα Μαρκεζίνη» για τη ψευτο-δημοκρατικοποίηση, από την άλλη αναγκαζόταν να καταφεύγει σε διώξεις, συλλήψεις και βασανιστήρια κατά των φοιτητών, κάτι που φάνηκε καθαρά και στο λεγόμενο «Καταστατικό Χάρτη» (Αύγουστος 1972), ο οποίος προσπάθησε τη θεσμική υποκατάσταση των φοιτητικών συλλόγων με διορισμένα χουντικά συμβούλια «φοιτητικής μέριμνας», ενώ ταυτόχρονα εντατικοποιούσε τις σπουδές. Ο «Χάρτης» άναψε το φυτίλι της φοιτητικής μπαρουταποθήκης. Ο Λυγερός καταγράφει με σαφήνεια και λεπτομέρεια τα γεγονότα, τις αντιφάσεις στους κόλπους των καθηγητών και τις ωμές παρεμβάσεις της χούντας στη Σύγκλητο. Έτσι, κατά τα μέσα Ιανουαρίου 1973, η πιο ριζοσπαστική μερίδα των φοιτητών, η οποία δεν ελέγχονταν ούτε από τις νεολαίες των δύο ΚΚ αλλά ούτε και από τη χούντα, ήταν στο Πολυτεχνείο. Οι απεργιακές κινητοποιήσεις του Γενάρη και η κλιμάκωση του αγώνα ανάγκασαν τη χούντα, μέσω απόφαση της Συγκλήτου, να αποφασίσει το κλείσιμο του Πολυτεχνείου. Στις 12 Φεβρουαρίου, η χούντα εκδίδει το Ν.Δ 1347, συμπλήρωμα του «Χάρτη», ο οποίος προέβλεπε διακοπή της αναβολής και στράτευση για όσους φοιτητές απεργούσαν ή απουσίαζαν απ’ τα μαθήματα, κάτι που πυροδότησε παραπέρα πολιτική ένταση. Ο αγώνας των φοιτητών άρχισε να πέρνει καθαρά πολιτικό χαρακτήρα ενάντια στη χούντα, ενώ οι παρατάξεις της αντι-ΕΦΕΕ είχαν μεταβληθεί κυριολεκτικά σε δεκανίκια της πολιτικής του Παπαδόπουλου για ομαλή δημοκρατικοποίηση του καθεστώτος και εκλογές με επικεφαλής τη κυβέρνηση Μαρκεζίνη. Αυτό το χουντικό πείραμα στόχευε στην πολιτική επανένταξη όλων των αστών, κεντρώων και δεξιών, πολιτικών της δεκαετίας του 1960, όπως οι Παναγιώτης Κανελόπουλος, Ιωάννης Ζίγδης, Παναγής Παπαληγούρας και Γιώργος Μαύρος. Η πρώτη εισβολή στο Πολυτεχνείο έγινε στις 14 Φεβρουαρίου, όπου ήταν μέσα περίπου 1.500 φοιτητές διαμαρτυρόμενοι για το νομοθετικό διάταγμα και το «Χάρτη». Οι κεντροδεξιοί πολιτικοί, σε κοινή δήλωσή τους, καταδίκασαν την εισβολή αλλά το μόνο αποτέλεσμα που αυτή καθαυτή η εισβολή κατάφερε ήταν η μετατόπιση του κέντρου του αγώνα από το Πολυτεχνείο στη Νομική (οδός Σόλωνος), της οποίας το κτίριο καταλαμβάνεται από περίπου 2.500 φοιτητές στις 16 Φεβρουαρίου. Η προσέλευση και η συμπαράσταση στον αγώνα των φοιτητών άρχισε να μαζικοποιείται με αυθόρμητο τρόπο. Στη κατάληψη της Νομικής ηγούντο οι Ιωάννα Καρυστιάνη, Στέφανος Τζουμάκας, Γιωργος Βερνίκος, Νίκος Μεγγρέλης, Νίκος Μπίστης και Γιάννης Ματζουράνης. Κι ενώ το αυθόρμητο κίνημα φούντωνε και πολιτικοποιούνταν κατά της χούντας παρασύροντας όλο και περισσότερο πολίτες και εργαζόμενους, στόχος των δύο ΚΚΕ, θα πει ο Λυγερός, ήταν η άσκηση πολιτικής πίεσης στο «σύστημα Παπαδόπουλου» ώστε να προχωρήσει πιο τολμηρά με το «πείραμα Μαρκεζίνη» και με μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Η ελπίδα των ΚΚΕ ήταν ότι μια τέτοια κυβέρνηση θα τα νομιμοποιούσε βάζοντάς τα στο κοινοβουλευτικό παιχνίδι.

Το βιβλίο περιγράφει με εξαιρετική λεπτομέρεια τα σκαμπανεβάσματα του κινήματος, τις ποδηγετήσεις της αντι-ΕΦΕΕ στον αγώνα των καταλήψεων της Νομικής και τις συζητήσεις μέσα στην άτυπη κεντροδεξιά αντιπολίτευση, η οποία από τότε συζητούσε «λύση Καραμανλή», αν και η ιδέα είχε συζητηθεί πολύ νωρίτερα και από τον ίδιο τον Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος και ζήτησε να δει στο Παρίσι τον Καραμανλή αλλά ο Καραμανλής τον απέφευγε. Η δικτατορία ήταν διεθνώς απομονωμένη και η πετρελαϊκή κρίση του 1973 όξυνε μια ήδη υπαρκτή δημοσιονομική κρίση της χώρας. Ωστόσο, όλοι οι χώροι οι οποίοι θα μπορούσαν, τρόπον τινά, να εμφανιστούν αυτόνομα στη πολιτική σκηνή ήταν μπλοκαρισμένοι (π.χ. συνδικάτα, πολιτικά κόμματα, δημοτικές κινήσεις κλπ). Ο Παπαδόπουλος, μετά το καταλυτικό ρόλο που έπαιξε το κίνημα του ναυτικού (Μάϊος 1973), με Συντακτική Πράξη, καταλύει τη Μοναρχία, εγκαθιδρύει «Προεδρική Δημοκρατία» και κάνει δημοψήφισμα το οποίο επικυρώνει για οκτώ χρόνια τη προεδρική του θητεία. Όλα αυτά στόχευαν στην εκτόνωση του φοιτητικού κινήματος, στην υπέρβαση των εσωτερικών αντιθέσεων του καθεστώτος και στο τερματισμο της διεθνούς του απομόνωσης. Σ’ αυτές τις συνθήκες, τα δύο ΚΚΕ, αντικειμενικά, γινόταν «ουρά» του Μαρκεζίνη και της τακτικής του Παπαδόπουλου, δηλ. της σταδιακής εισαγωγής απ’ τα πάνω του κηδεμονευόμενου κοινοβουλευτισμού.

Στις 4 Νοεμβρίου 1974, κεντρώες και δεξιές πολιτικές δυνάμεις καλούν σε πολιτική εκδήλωση επί τη ευκαιρία του μνημόσυνου του Γεωργίου Παπανδρέου. Διακήρυταν ότι η κυβέρνηση Μαρκεζίνη δεν μπορούσε να παίξει το ρόλο μιας «κυβέρνησης εθνικής ενότητας και ενδημοκρατισμού», καλώντας το Μαρκεζίνη σε παραίτηση, αν και δίαυλοι επικοινωνίας υπήρχαν μεταξύ Μαρκεζίνη/χούντας και κεντροδεξιών πολιτευτών. Δέκα μέρες μετά, η παμφοιτητική συνέλευση στη Νομική αποφασίζει πορεία και είσοδο στο Πολυτεχνείο, αν και στελέχη της αντι-ΕΦΕΕ προσπάθησαν να τορπιλίσουν την απόφαση. Σ’ αυτό το σημείο, η πειστική αφήγηση και μαρτυρία του Λυγερού διαλύουν κάθε μύθο σχετικά με το ρόλο των νεολαιών των δύο ΚΚΕ, το ρόλο τους στη Συντονιστική Επιτροπή, καθώς και τις πλαστές ανακοινώσεις του ΚΚΕ-αντι-ΕΦΕΕ που κατήγγειλαν εισβολή στο χώρο του Πολυτεχνείου «πρακτόρων της ΚΥΠ». Εν πολλοίς, οι μύθοι αυτοί συνδέονται με ένα άλλο μύθο. Συνδέονται με τις φήμες που διαδόθηκαν μετά την εξέγερση, ότι το Πολυτεχνείο δεν ήταν παρά μια προβοκάτσια της χούντας του Ιωαννίδη για να ανατρέψει το καθεστώς Παπαδόπουλου. Ο Λυγερός, ταυτισμένος με την άποψη της πραγματικής Συντονιστικής του Πολυτεχνείου της οποίας υπήρξε μέλος, θα πει ότι προβοκάτορες υπήρξαν αλλά σε καμμία περίπτωση δεν ήταν σε θέση να επηρεάσουν τις αποφάσεις και τα γεγονότα λόγω της περιφρούρησης και της επαγρύπνησης των αγωνιστών. Έτσι, τα επίσημα ΚΚΕ υπονόμευσαν τη κατάληψη στην οποία το αυθόρμητο ριζοσπαστικό κίνημα των φοιτητών είχε επενδύσει το τορπιλισμό της χούντας και του «πειράματος Μαρκεζίνη». «Ο άρρητος αλλά ξεκάθαρος στόχος τους», θα πει ο Λυγερός για τα δύο ΚΚΕ, «ήταν να μην εμποδιστεί ο ελιγμός των Παπαδόπουλου-Μαρκεζίνη, θεωρώντας πως με κάποιον τρόπο θα έβρισκαν κι αυτά μια θέση στο πολιτικό σύστημα που οικοδομούσε ο Μαρκεζίνης» (σ.189).

Όταν το τανκ και οι δυνάμεις ασφαλείας μπήκαν απ’ τη κεντρική πύλη του Πολυτεχνείου μέσα στο χώρο το πρωί της 17 Νοεμβρίου διαλύοντας τελικά τη κατάληψη η οποία είχε μαζικοποιηθεί με χιλιάδες υποστηρικτές μέσα κι έξω απ’ το Πολυτεχνείο καταγράφοντας πολλά θύματα, οι διαγραφόμενες πολιτικές λύσεις ήταν δύο: α) είσοδος στη πολιτική σκηνή του κεντροδεξιού πολιτικού χώρου που θα καθόριζε τη πορεία προς το κοινοβουλευτισμό και, β) επικράτηση της σκληρής γραμμής μέσα στη χούντα την οποία εξέφραζε ο Ιωαννίδης. Ο Λυγερός δεν παραλείπει να επισημάνει ότι μέσα στο στρατό υπήρχε και η τάση που έλεγχε ο στρατηγός Ντάβος, διοικητής του Γ’ Σώματος στρατού, και η οποία ήταν κοντά στη «λύση Καραμανλή». Ωστόσο, ο Ντάβος δεν κινήθηκε αυτόνομα κατά του Ιωαννίδη και συνέπραξε μαζί του.

Το Πολυτεχνείο, θα παραδεχτεί ο Λυγερός, δεν έριξε τη δικτατορία, ήταν όμως ο «ιδρυτικός μύθος» της μεταπολίτευσης (κι όχι της αριστερής ηγεμονίας). Αυτή η εκτίμηση είναι σωστή. Όπως σωστό είναι και το συνακόλουθο ερώτημα που θέτει: εάν δεν είχε υπάρξει Πολυτεχνείο ή εάν είχε περάσει η γραμμή της αντι-ΕΦΕΕ και των δύο ΚΚΕ για κριτική στήριξη του «πειράματος Μαρκεζίνη», τότε δεν θα είχαμε την έλευση του Ιωαννίδη στις 25 Νοεμβρίου και, συνακόλουθα, δεν θα είχαμε πραξικόπημα κατά του Μακαρίου στις 15 Ιουλίου 1974 και εισβολή της Τουρκίας πέντε μέρες αργότερα.

Κατά τη γνώμη μου, αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό ερώτημα. Ο Λυγερός το απαντά πραγματολογικά. Κατ’ αρχήν, δέχεται ότι η κατάσταση ίσως εξελισσόταν πιο ευνοϊκά για τη Κύπρο αν δεν υπήρχε η δικτατορία του Ιωαννίδη. Όμως, θα προσθέσει, το κίνημα δεν ήταν δυνατό να γνώριζε τις εσωτερικές ισσοροπίες μέσα στη χούντα, ενώ από τον ορίζοντά του απουσίαζε το κυπριακό ζήτημα. Πράγματι, έτσι ήταν η κατάσταση. Θα ήθελα όμως να προεκτείνω το συλλογισμό ένα βήμα παραπέρα. Το φοιτητικό κίνημα δεν ήξερε τι γινόταν μέσα στο βαθύ κράτος της καθοδηγούμενης από τη ΣΙΑ Ιωαννιδικής χούντας και τη διαπλοκή της με τα ελληνοτουρκικά και το κυπριακό. Δεν ήξεραν όμως ούτε η ηγεσίες των ΚΚΕ οι οποίες προέτρεπαν, με διαφορετικούς τρόπους και αναλύσεις, στη κριτική στήριξη του «πειράματος Μαρκεζίνη» και στο εξελικτικό πέρασμα σε μια μορφή κοινοβουλευτισμού; Είναι δυνατόν να μην ήξεραν μέσω των επαφών τους με το σκληρό πυρήνα του ΚΚΣΕ και μέσω ίσως ακόμα και του ΑΚΕΛ; Αυτά τα ερωτήματα δεν μπορούν ν’ απαντηθούν. Μπορούν μόνο να τεθούν. Επαφίεται στο ΚΚΕ (και στους ερευνητές του) να φέρουν στη δημοσιότητα ότι στοιχείο έχουν σχετικά με τη Σοβιετική πολιτική για το κυπριακό ζήτημα την ιστορική περίοδο της «πολιτικής της ύφεσης» μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, μια πολιτική η οποία υπήρξε μοιραία για τη χαρισματική ηγεσία του Μακάριου, αλλά η οποία ενδέχεται να εκφραζόταν με τη συμβιβαστική γραμμή της αντι-ΕΦΕΕ στο εσωτερικό πολιτικό μέτωπο της Ελλάδας. Εάν δεν ίσχυε η πολιτική της ύφεσης μεταξύ των υπερδυνάμεων, πολιτική η οποία επανεπικυρώθηκε στη συνάντηση Κίσινγκερ και Γκρομύκο στη Λευκωσία το Μάϊο του 1974 παρουσία του ίδιου του Μακάριου, ίσως οι ΗΠΑ να μην έδιναν το πράσινο φως στον Ιωαννίδη μέσω των Ελληνοαμερικάνων πρακτόρων τους στην Αθήνα να ανατρέψει το Μακάριο. Υπό καθεστώς ύφεσης και παγκόσμιων διακυβευμάτων μεταξύ των υπερδυνάμεων, ο Μακάριος δεν θα μπορούσε να αναμένει καμμία στήριξη από την ΕΣΣΔ ή/και τον Αραβικό κόσμο. Ο Ισμέτ Ινονού είχε πει το 1967 για το κυπριακό: «μην σας ανησυχεί και τόσο το θέμα. Οι Έλληνες θα το λύσουν προς όφελος της Τουρκίας». Ίσως η ιστορία της περιόδου 1972-74 να μην μπορεί ακόμη να γραφτεί εξ ολοκλήρου, αλλά αξίζει το σεβασμό μας η πένα ενός εκ των πρωταγωνιστών της που, μ’ αυτή του τη μελέτη, μας έφερε στο σημείο να σκεφτούμε δημιουργικά έως εδώ.