του Γεράσιμου Δεληβοριά

Εισαγωγή

Πόση Δημοκρατία, Δικαιοσύνη, Διαφάνεια, Παραγωγική και αειφόρος Οικονομική ανάπτυξη και Εθνική Κυριαρχία μπορεί να υπάρξει σε μια χώρα όπου το 50% και πάνω του πληθυσμού της κατοικεί και δραστηριοποιείται στο 3% του εδάφους της;

Όπου ολόκληρη σχεδόν η περιφέρεια έχει μετατραπεί σε πάρκο αναψυχής των κατοίκων του Λεκανοπεδίου κυρίως και δευτερευόντως εκείνων της Θεσσαλονίκης και των άλλων μεγάλων πόλεων της;

Γένεση

Την σχέση της Αθήνας σαν πρωτεύουσας με την δημιουργία και την εξέλιξη του ελληνικού κράτους, πρέπει να την δούμε μέσα από τον σχηματισμό, τη εξέλιξη και τους ανταγωνισμούς των κοινωνικών ομάδων που το απαρτίζουν.

Η Αθήνα το 1834 ήταν μια μικρή πόλη χωρίς οικονομική σημασία και έξω από τους δρόμους σύνδεσης με τα υπόλοιπα τμήματα του νέου κράτους, επομένως τελείως ακατάλληλη για πρωτεύουσα.

Η επιλογή της σαν πρωτεύουσας ήταν απόφαση των Βαυαρών και ήταν το όχημα για την ιδεολογική πρώτα και την πραγματική κατόπιν κυριαρχία τους στην Ελλάδα, αλλά και την πραγμάτωση των φιλόδοξων σχεδίων τους στον γερμανικό κόσμο.

Καθώς οικονομία δεν υπήρχε, οι νέες ηγετικές τάξεις που συγκροτούνταν μη μπορώντας να αναπαραχθούν στο επίπεδο της οικονομίας επεδίωξαν – και κατάφεραν – να αναπαραχθούν στο επίπεδο του κράτους, κάτι που συνεχίζεται και σήμερα. Το προσόν που διαπραγματεύονταν με τη νέα εξουσία για την ένταξη τους σ’ αυτήν, ήταν η δυνατότητα επιρροής των τοπικών κοινωνιών, οι οποίες παρουσιάζονταν συνήθως απείθαρχες απέναντι στη νέα εξουσία.

Η ανερχόμενη νέα αστική τάξη της Αθήνας συγκροτείται κυρίως μέσω δράσεων διοικητικού, ιδεολογικού και κατασταλτικού τύπου. Δημιουργεί μια δική της οικονομική βάση, όχι ως προέκταση παραγωγικών δραστηριοτήτων, αλλά στην βάση της διαχείρισης των φορολογικών εσόδων, της διαχείρισης της εθνικής γής και των δανείων, δραστηριότητες που τις συνεχίζει και σήμερα.

Είναι αθηνοκεντρική, γιατί και το κράτος είναι αθηνοκεντρικό, καθώς συγκροτείται από τα πάνω, από την πρωτεύουσα και για την πρωτεύουσα, την Αθήνα, όπως ειπώθηκε πάρα πάνω. Η ίδια διαδικασία, ανασυγκρότηση με άξονα την Αθήνα και για χάρη της Αθήνας πρωτίστως, επαναλήφθηκε και μετά τον ΒΠΠ και τον εμφύλιο που ακολούθησε.

Είναι αθηνοκρατική, γιατί και το κράτος είναι τέτοιο, υπερσυγκεντρωτικό και αθηνοκρατικό, με το μεγαλύτερο μέρος των δραστηριοτήτων του συγκεντρωμένες στην Αθήνα. Αυτά τα χαρακτηριστικά παραμένουν κόντρα σε όλες τις οβιδιακές πολιτειακές μεταμορφώσεις του ελληνικού κράτους.

Το απόλυτα συγκεντρωτικό και αυταρχικό Κράτος ήταν απαραίτητο για την απόσπαση του πλεονάσματος από μια κυρίως αγροτική χώρα, χαρακτήρα που διατήρησε μέχρι και μετά τα μέσα του 20ου αιώνα. Υιοθετεί το γαλλικό σύστημα των νομαρχιών που διατηρήθηκε μέχρι και την εκπνοή του 20ου αιώνα. Όλοι και όλα υποτάσσονται στην κεντρική διοίκηση την οποία σε τοπικό επίπεδο εκπροσωπεί ο νομάρχης. Ένας εκλεγμένος Δήμαρχος ακόμη και μεγάλης πόλης στέκεται όρθιος και σε προσοχή μπροστά σε έναν νομαρχιακό υπάλληλο, γιατί απ’ αυτόν εξαρτάται η χρηματοδότηση του Δήμου του.

Παρασιτισμός ή Ανάπτυξη;

Μια κακή γέννα και μια στρεβλή ανάπτυξη φέρνει ψυχολογική και συναισθηματική αστάθεια, ανασφάλεια και φοβίες. Η αθηνοκρατική αστική τάξη βλέπει κάθε απόπειρα τοπικής ανάπτυξης διαφορετική και μη ελεγχόμενη από την ίδια σαν απειλή για την ύπαρξη της.

Την περίοδο 1830-1855 η Ερμούπολη αποτελεί το μεγαλύτερο εμπορικό, ναυπηγικό και βιομηχανικό κέντρο της επικράτειας. Σε αντίθεση με την Ύδρα και τις Σπέτσες, η οικονομική δομή της Σύρου δεν εξαντλούνταν στο διακομετακομιστικό εμπόριο, αλλά εμβάθυνε και στην βιομηχανική ανάπτυξη, όπως στην ναυπηγική, την βυρσοδεψία την υφαντουργία κλπ. Ο μεταπρατισμός της δηλαδή, ενεργοποιούσε πρωτίστως την παραγωγή. Έτσι, η Σύρος πρόβαλλε σαν εναλλακτικό μοντέλο στα πλαίσια μιας μεταπρατικής οικονομίας που έρεπε προς τον παρασιτισμό και αναπτυσσόταν με κέντρο την Αθήνα.

Όμως η επέκταση της ατμοκίνησης στη ναυσιπλοϊα επέβαλλε μια πολιτική ανανέωσης των σκαφών και του εξοπλισμού του λιμανιού, ώστε να δέχεται τα μεγαλύτερα πλέον ατμοκίνητα σκάφη. Η (αθηναϊκή) κεντρική διοίκηση καθυστερεί από την μια σκανδαλωδώς τα έργα στο λιμάνι της Σύρου, ενώ ταυτόχρονα εγκαινιάζει και εκτελεί τέτοια έργα στον Πειραιά. Παράλληλα ξεκινά και την διάνοιξη της διώρυγας στην Κόρινθο, αναβαθμίζοντας ακόμη περισσότερο τον Πειραιά, που μέχρι τότε ήταν εκτός δρομολογίων.

Ο αγγλογαλλικός αποκλεισμός του κυκλαδίτικου στόλου από τον Βόσπορο και τα λιμάνια Μακεδονίας και Θεσσαλίας συνεπεία του Κριμαϊκού πολέμου, είναι η χαριστική βολή για την Σύρο που επιστρέφει σε συμπληρωματικές οικονομικές δραστηριότητες στα πλαίσια του αθηναϊκού μεταπρατισμού. Και φυσικά την ακολουθούν και οι άλλες πόλεις λιμάνια, η Πάτρα, η Καλαμάτα, η Χαλκίδα, ακόμη κι ο Πειραιάς, που αρχικά είχαν εμπνευσθεί από το μοντέλο του παραγωγικού μεταπρατισμού της Σύρου.

Οι τρείς εποχές

Στην ιστορία της ανθρωπότητας υπάρχει η εποχή του λίθου, του χαλκού, του σιδήρου κλπ. Στο νεότερο ελληνικό κράτος υπάρχει η εποχή της σταφίδας, η εποχή του καπνού και η εποχή του τουρισμού. Τα είδη αυτά ήταν ή είναι (ο τουρισμός) μονοπροϊόντα, χαρακτηρίζοντας έτσι τις περιόδους που κυριάρχησαν ή κυριαρχούν ακόμη.

Η σταφίδα υπήρχε πριν από την ελληνική ανεξαρτησία και ήταν πάντα περιζήτητη κυρίως από τους ξένους καθώς ήταν η βάση για την παραγωγή της πουτίγκας, του πιροσκί, πρώτη ύλη για πίτες και προϊόντα ζαχαροπλαστικής, για κρασί, τον σταφιδίτη οίνο, για κονιάκ, αλλά και σαν ξηρός καρπός.

Το 1833 το 8,6% της καλλιεργήσιμης γης ήταν φυτεμένο με αμπέλια και σταφίδα. Το 1850 έφτασε στο 51% και το 1861 στο 70%. Η αύξηση αυτή οφείλεται στην καταστροφή των αμπελώνων της Ιταλίας, Γαλλίας και Ισπανίας από την φυλλοξήρα που εκτόξευσε την ζήτηση της ελληνικής σταφίδας.

Η σταφίδα γίνεται το κύριο εξαγώμενο προϊόν και η αξία της καλύπτει το 57% των εξαγωγών το 1860. Αντίστοιχο είναι και το ποσοστό των εσόδων του κράτους από το προϊόν. Η ελληνική οικονομία εξαρτάται αποκλειστικά σχεδόν από την σταφίδα, είναι μονοπροϊοντική οικονομία. Επομένως, όταν οι ευρωπαϊκοί αμπελώνες τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα ανακάμπτουν και στο παιχνίδι μπαίνουν και οι αμπελώνες της Καλλιφόρνιας, αρχίζει η δραματική πτώση της ζήτησης για την ελληνική σταφίδα και φυσικά και των εσόδων του κράτους. Καθώς το ελληνικό κράτος είναι υπερφορτωμένο με παλαιά και νέα δάνεια, το «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» του 1893 ‘ηταν αναπόφευκτο.

Όπως σε άλλες χώρες υπήρξε ο «πυρετός του χρυσού» και στις μέρες μας ο «πυρετός του Χρηματιστηρίου» στην Ελλάδα των μέσων του 19ου αιώνα υπήρξε ο «πυρετός της σταφίδας», του «ξανθού χρυσού». Αγρότες εγκατέλειπαν τα χωριά τους για να δουλέψουν στην σταφίδα. Μικροκτηματίες αντικαθιστούσαν παραδοσιακές καλλιέργειες φυτεύοντας αμπέλια. Άλλοι προσπαθούσαν να γίνουν έμποροι σε μια νύχτα, χωρίς γνώση του προϊόντος και της αγοράς. Καθώς το χρηματοπιστωτικό σύστημα ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτο και οι ανάγκες για βραχυπρόθεσμα κεφάλαια μεγάλες, η τοκογλυφία οργίαζε. Πρωταγωνιστές στελέχη και υπάλληλοι της Εθνικής Τράπεζας αλλά και κυβερνητικοί παράγοντες.

Αποκλειστικό ενδιαφέρον για το (αθηναϊκό) ελληνικό κράτος, ήταν η είσπραξη των εσόδων από την σταφίδα. Καμμία μέριμνα για αποθήκες του πλεονάσματος σε εποχές υπερπαραγωγής, για υποβοήθηση των καλλιεργητών, αλλά και για τις ίδιες τις κρατικές υπηρεσίες που ασχολούνταν με το προϊόν. Το Τελωνείο της Πάτρας, από το λιμάνι της οποίας πραγματοποιούνταν οι περισσότερες εξαγωγές, ήταν χειρότερο κι από «Ιπποστάσιο».

Στα χρόνια του «πυρετού της σταφίδας», έγινε η μεγαλύτερη αναδιανομή ιδιωτικής περιουσίας του 19ου αιώνα, προς όφελος φυσικά των τοκογλύφων, των εμπόρων, της Τράπεζας, πολιτευτών και κρατικών λειτουργών. Η μεγαλύτερη καταστροφή παρατηρήθηκε μετά την πτώση της ζήτησης. Τότε ξεπουλήθηκαν ακόμη και οι «Όλγες», οι ραπτομηχανές με την φωτογραφία της βασίλισσας, απαραίτητο συμπλήρωμα της προίκας των κοριτσιών μικροαστικών και αστικών οικογενειών.

Με την παραχώρηση της Θασσαλίας το 1881, ξεκινά για την χώρα μας η «εποχή του καπνού». Τα «ανατολικά καπνά», Μακεδονίας και Θράκης, ήταν τόσο διάσημα και κερδοφόρα για την ποιότητα τους, ώστε ο αυτοκράτορας της Αυστροουγγαρίας Ιωσήφ Β’ σκέφθηκε να κλέψει σπόρους και ανθρώπους για να τα καλλιεργήσει στα εδάφη της αυτοκρατορίας του. Πράγματι το έκανε, όμως η ποιότητα τους ήταν κλάσεις κατώτερη των «ανατολικών» και τα αυστριακά καπνά καταναλώνονταν μόνον από τους φτωχούς.

Ο καπνός έγινε με την σειρά του μονοπροϊόν μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, όταν προσαρτήθηκαν η Μακεδονία και η Δυτική Θράκη, το κέντρο δηλαδή της παραγωγής των «ανατολικών καπνών». Το σενάριο είναι ίδιο με της σταφίδας με μιαν ιδιαιτερότητα. Ο καπνός έχει περισσότερα στάδια κατεργασίας άρα απαιτει περισσότερη και φθηνή ανθρώπινη εργασία, που του την πομηθεύει η καταστροφή του Μικρασιατικού Ελληνισμού.

Κατά τα άλλα έχουμε κι εδώ μικροκτηματίες, μικρομαγαζάτορες, μικρούς τσιγαροποιούς και κολλίγους. Αλλαγή χρήσης της γής για καλλιέργεια καπνού. Ανθρώπους που δανείζονται με επαχθείς όρους ελπίζοντας σε σύντομο και μεγάλο κέρδος ,τοκογλύφους, τράπεζες, πολιτικούς και κομπιναδόρους. Και φυσικά καμμιά οργάνωση, καμμιά προστασία από το κράτος.

Μοιραία λοιπόν η ποιοτικά άριστη υπερπαραγωγή του 1929 μένει απούλητη καθώς ξεσπά το κραχ και καταρρέουν οι ξένες αγορές, πρώτα η γερμανική. Τρία χρόνια αργότερα είναι η σειρά του καπνού να οδηγήσει την χώρα σε μια καινούργια χρεωκοπία.

Η εποχή του τουρισμού έχει ξεκινήσει εδώ και εβδομήντα σχεδόν χρόνια. Σιγά σιγά η τουριστική δραστηριότητα εκτοπίζει παραδοσιακές παραγωγικές δραστηριότητες, πρώτα τις γεωργικές, αρχικά στα νησιά ενώ σταδιακά αυτή η τάση επεκτείνεται σε όλη την χώρα. Ταυτόχρονα υποβαθμίζεται η ποιότητα ζωής στα νησιά. Πρώτοι παθόντες οι εκπαιδευτικοί όλων των βαθμίδων, οι γιατροί και οι λοιποί υγιειονομικοί που με το ξεκίνημα της τουριστικής περιόδου μένουν άστεγοι. Ένας φαύλος κύκλος ξεκινά. Η υποβάθμιση της ποιότητας ζωής σπρώχνει τους κατοίκους των νησιών στην Αθήνα και η αραίωση του πληθυσμού υποβαμίζει ακόμη περισσότερο την ζωή στα νησιά.

Εδω και μερικά χρόνια μάλιστα ζούμε τον πυρετό της βραχυχρόνιας μίσθωσης. Λίγο πριν, στις αρχές της δεκαετίας του 2010, ξεκίνησε ένα καινούργιο κύμα αναδιανομής ακίνητης περιουσίας που συνεχίζεται ακόμη.

 

Απελευθέρωση ή προσάρτηση;

Ο φόβος ότι η απελευθέρωση και η ανασυγκρότηση του υπόδουλου ελληνισμού θα ακύρωναν την ηγεμονική θέση της άρχουσας αθηναϊκής τάξης στον κόσμο του ελληνισμού και ότι θα την καθιστούσαν μια περιφερειακή δύναμη στα πλαισια ενός ευρύτερου κράτους είναι ίσως, η βασική αιτία που ο αθηναϊσμός προσκόμιζε στην εθνοποιητική διαδικασία συχνά μιαν «ανέντιμη» στάση.

Στα τελευταία χρόνια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, η Δυτική Μακεδονία και η Σάμος γνωρίζουν μεγάλη ανάπτυξη και ευημερούν. Στην πρώτη αναπτύσσεται αξιόλογη εριουργία και στην Σάμο βυρσοδεψία. Το αθηνοκρατικό ελληνικό κράτος ενδιαφέρεται μονάχα για την είσπραξη δασμών και φόρων από τις «Νέες Χώρες», αλλά και την προστασία αντίστοιχων δραστηριοτήτων στην Αττική. Έτσι αρχίζει ο οικονομικός μαρασμός. Στην περίπτωση της Νάουσας μάλλον υπήρξε και αγγλικός δάκτυλος, καθώς η εριουργία της ανταγωνιζόταν το Μάντσεστερ. Εξ αιτίας της καταπίεσης, στην Σάμο ξεσπά εξέγερση το 1913, η οποία συνεχίζεται με το αντάρτικο των Γιαγιάδων μέχρι το 1936.

Ο Πόντος «κειται μακράν». Από την Αθήνα φυσικά. Είναι αδύνατον να προσαρτηθεί και να υποδουλωθεί. Έτσι αφήνεται στην τύχη του.

Την Σμύρνη την κάνουν πρωτεύουσα του ελληνισμού η οικονομία, οι άνθρωποι και η γεωγραφία. Την Αθήνα την επιβάλλει και την συντηρεί ακόμη ως πρωτεύουσα η αποικιοκρατία.

Η αθηνοκρατική κεντρική διοίκηση καθυστερεί μέχρι το τέλος την δημιουργία εθνοφυλακής και λοιπών έργων αμυντικής προστασίας της Σμύρνης, ενώ στο τέλος απαγορεύει και την έξοδο του πληθυσμού εγκαταλείποντας τον στην σφαγή. Τις νύχτες που η Σμύρνη καιγόταν στην Αθήνα οργανώνονταν χοροεσπερίδες.

Και στην Κωνσταντινούπολη, όπως και στην περίπτωση της Σμύρνης και του Πόντου, η ηγεμονία και η αναπαραγωγή της άρχουσας αθηνοκρατικής τάξης οικοδομείται με βάση την διαλεκτική σχέση συρρίκνωση ελληνισμού – γιγαντισμός της Αθήνας.

Την δεκαετία του 1990, αμέσως μετά την κατάρρευση του σοβιετικού μπλόκ, ανατέλλει το άστρο της Θεσσαλονίκης. Για πρώτη φορά, οι εισαγωγές και οι εξαγωγές της πόλης ξεπερνούν κατά πολύ αυτές της Αθήνας και του Πειραιά. Νέες οικονομικές δραστηριότητες εμφανίζονται. Η πόλη γίνεται πόλος έλξης πρώτα για τους γείτονες αλλά και πολλούς άλλους επενδυτές.

Η αθηνοκρατία φυσικά πανικοβάλλεται. Αμέσως εξαγγέλεται το σχέδιο «Αττική SOS», που σημαίνει μεταφορά ΄του μεγαλύτερου μέρους των πόρων ανάπτυξης στην Αττική και ηθελημένες καθυστερήσεις στην Θεσσαλονίκη και όλη την περιφέρεια. Μετά από λίγα χρόνια οι ρυθμοί ανάπτυξης της πόλης επιβραδύνονται.

 

Επίλογος

Ο Παναγιώτης Κονδύλης πίστευε πως η Ελλάδα ανήκει στην κατηγορία των εθνών – κρατών καταδικασμένων σε εξαφάνιση. Η Ιστορία φαίνεται να τον δικαιώνει.

Μετά τον ΒΠΠ και τον εμφύλιο, ο Ελληνισμός γίνεται πλέον μονοδιάστατος. Η Αθήνα γίνεται το τελευταίο έδαφος – καταφύγιο του. Η στενοχωρία της «μικράς πλην εντίμου Ελλάδος» θα μεταλαμπαδευτεί στο Λεκανοπέδιο. Ο Ελληνισμός θα συνωστισθεί στην Αθήνα, γιατί πέρα από αυτήν όλα είναι υπό αμφισβήτηση και εφήμερα.

Η συσσώρευση των αντιθέσεων και η αποξένωση κράτους και κοινωνίας, οδηγεί συχνά σε πανεθνικές κρίσεις. Όμως η απουσία μιας ισχυρής κοινωνίας πολιτών δεν μπόρεσε να οδηγήσει τη λύση των αντιθέσεων προς όφελος του λαού. Αντίθετα, συχνά είχαμε εκτροπές, όπως το 1936 και το 1967.

 

Πηγές:

Δ.Μάρτος «Αθήνα πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους» εκδ. Γόρδιος 2005

Δ.Μάρτος «Αθηναϊσμός, ιδεολογική, πολιτική και γεωγραφική μορφοποίηση της Δυτικής κυριαρχίας στους κόσμους του ελληνισμού» εκδ. Γόρδιος 2015

Δ.Μάρτος «Ιμπεριαλιστικός Πολιτισμός, Ιστορική μορφοποίηση της Δυτικής κυριαρχίας στον κόσμο» εκδ. Γόρδιος 2019

Δ.Μάρτος «Ο Μινώταυρος της Αθήνας και ο Θησέας της Θεσσαλονίκης» blogvirona 18/03/2015

Δ.Μάρτος «Ο Αθηνοκεντρισμός και η περιφερειακή κατάρρευση της χώρας, ως μια από τις κύριες πλευρές της βαθιάς υπαρξιακής κρίσης της Ελλάδας» » blogvirona 27/09/2016

Δ.Μάρτος « Από τη Μεγάλη Ιδέα στη Μεγάλη Ανάμνηση» blogvirona 20/01/2022

Γιάννης Σιώτος «Από τη σταφίδα και τον καπνό στα τσάρτερ» εκδ. Εφημ. Των Συντακτών 2017