Τι χρειάζεται για να ζήσει η χώρα;

Εισαγωγή

Το παρόν κείμενο αποτελεί την σύζευξη κάποιων προγενέστερων άρθρων μου, με κάποιες μικρές αλλαγές, τροποποιήσεις και προσθήκες. Θεωρώ ότι παραμένουν επίκαιρα. Και μάλιστα πολύ επίκαιρα γι΄αυτό και τα παρουσιάζω και μάλιστα στην φυσική και λογική σειρά τους, τόσο χρονικά ως προς την συγγραφή τους όσο και ως προς τις αλληλοσυμπληρούμενες θέσεις τους.
Στο πρώτο μέρος γίνεται αναφορά στα λεγόμενα κινήματα και την δυναμική τους. Παρουσιάζονται σκέψεις για την πραγματική τους αξία και την εν τέλη επιρροή τους στην συνολική Κίνηση προς τα εμπρός της κοινωνίας μας. Είναι σαφές ότι η θεώρηση είναι έντονα αρνητική και αμφισβητούσα την κινηματική δράση και λαγνεία. Υπάρχει λόγος για αυτό και εξηγείται στο κείμενο. Άλλωστε και ο τίτλος που φέρει αυτό το μέρος είναι ενδεικτικός: Κινήματα και ακινησία.
Εδώ γίνεται μία διευκρίνηση. Οι απόψεις που καταγράφονται δεν αφορούν την υπόθεση των Τεμπών και όλης αυτής της πανελλήνιας δραστηριότητας γύρω από αυτή την Τραγωδία. Και αυτό για τους εξής λόγους: Το κίνημα των Τεμπών, μοιάζει να είναι σε μεγάλο βαθμό πανελλήνιο και οπωσδήποτε να εγγίζει εκατομμύρια από όλους εμάς. Αυτή είναι μία πρώτη του διαφορά. Μετά μοιάζει να έχει μέχρι τώρα ακολουθήσει άλλους δρόμους από τους συνηθισμένους και αυτή είναι μία δεύτερη διαφορά του. Και τέλος ακόμη φαίνεται ότι δεν μπορούν να εξαχθούν τα τελικά συμπεράσματα για αυτό, γιατί πραγματικά δεν ξέρουμε αν τελικά θα ξεφύγει από την αρνητική ειμαρμένη των κινημάτων που τελικά ξεφουσκώνουν, χάνονται ή οπωσδήποτε δεν αφήνουν και πολλή ουσία πίσω τους ή θα οδηγήσει σε αυτό τον δρόμο που θεωρείται εκ του γράφοντος ως συνθήκη αναγκαία για την πρόοδο της χώρας.
Και αυτός ο δρόμος είναι αυτός του κουράγιου της καρτερίας και της συντροφικότητας.

 

Η άποψη περί αυτού του δρόμου αποτελεί το δεύτερο μέρος του παρόντος κειμένου, το οποίο αρχικά παρουσιάσθηκε ως εκτός κειμένου ομιλία-παρέμβαση στο Συνέδριο “Το υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας στην τροχιά του 21ου αιώνα. Συμβολή στην επίγνωση και την αντιμετώπισή του”. Η επιλογή του αποσπάσματος της συνέντευξης του Κορνήλιου Καστοριάδη, ήταν το μόνο που είχε προαποφασισθεί. Θεωρώ τόσο τις προ 35ετίας διαπιστώσεις του σημαντικού Έλληνα διανοητή, όσο και την αέναη επανάληψη σφαλμάτων και την επιλογή μίας σπειροειδούς καθοδικής πορείας προς το έρεβος της εθνικής και πολιτιστικής μας ύπαρξης, ως τραγικά γεγονότα. Διάγουμε προφανέστατα τα ύστατα έτη. Υπάρχουν όμως ακόμη και οι ύστατες αντιστάσεις: ανθρώπων, φίλων, συντρόφων, ψυχών. Προτείνω μέσα στον ζόφο την ελπίδα της γνήσιας συντροφικότητας, των ολίγων αλλά “επί το αυτό” συνευρισκομένων. Ίσως έτσι κατορθώσουμε το δύσκολο. Να μην γίνει τραγική πραγματικότητα αυτό που από το 1986 είχε γράψει ο Χρ. Γιανναράς: Finis Graeciae. H ομιλία μου είχε μία στόχευση στα ζητήματα του τόπου ως περιβάλλοντος. Αλλά ουσιαστικά απλωνόταν στο όλον της σύγχρονης ελληνικότητας…

 

Κινήματα και Ακινησία

Εδώ και πολλά χρόνια γίνεται μία συνεχής αναφορά σε κινήματα. Το φαινόμενο και η αναφορά δεν είναι μόνο ελληνικά, είναι μάλλον παγκόσμια και οπωσδήποτε πανευρωπαϊκά. Σε όλες τις χώρες της Ευρώπης μιλάμε για κινήματα πολιτών, κινήματα υπέρ του περιβάλλοντος, κινήματα υπέρ των δικαιωμάτων ή υπέρ διαφόρων μειονοτήτων κλπ.

Στη χώρα μας όμως και αυτό το φαινόμενο μοιάζει να λαμβάνει περίεργες μορφές και διαστάσεις. Είναι τόσο διαδεδομένο που ακόμη και κόμματα στηρίζουν είτε το όνομά τους είτε την ύπαρξή τους σε κινήματα ή δηλώνουν ότι τα περιλαμβάνουν εντός τους ή χρησιμοποιούν ονοματοδοσίες, χρώματα και συμβολισμούς για να αποδείξουν ότι βρίσκονται αγκαλιά με τα “κινήματα”.

Αρχικά μιλώντας για κινήματα, στην σκέψη έρχεται η διαδήλωση, η πορεία στον δρόμο, ο λαός σε πράξη, μέσα από την συγκροτημένη δράση ανθρώπων προς κάποια κατεύθυνση. Ενίοτε όμως εξισώνονται (μέχρις εκφυλισμού) σε σηματάκια, χρώματα, τρόπο αναρτήσεων φωτογραφιών στα κοινωνικά δίκτυα και άλλα από χαριτωμένα έως ευτράπελα.

Το εντυπωσιακότερο όμως είναι το γεγονός ότι οι πολίτες (με κάποια βέβαια ερωτηματικά για την ποιότητα του πολιτικού τους είναι) και τέλος πάντων οι συνέλληνες, μοιάζει να λατρεύουν, να τιμούν και να σέβονται εκπληκτικά τα διάφορα κινήματα. Δηλώνουν ότι θέλουν να συμμετέχουν σε αυτά και να τα στηρίζουν. Είναι σύνηθες όπου και όποτε εμφανίζεται ένα κίνημα να θεωρείται ότι εκεί ενυπάρχει και κάποια δίκαιη υπόθεση. Έτσι θεωρείται λάθος να πηγαίνει κάποιος ή κάτι κόντρα σε αυτό…

Αλήθεια όμως, έτσι είναι τα πράγματα; Δηλαδή είναι τα κινήματα τόσο δυνατά και σπουδαία, είναι τόσο καθολικά που πραγματικά πρέπει να τα σεβόμαστε απόλυτα και να μην τολμούμε να διαφοροποιηθούμε σε σχέση με αυτά;
Εάν τα κινήματα είναι όντως σοβαρά και σπουδαία, τότε που μας έχουν οδηγήσει; Η ίδια η λέξη κίνημα σημαίνει ότι κάπου πρέπει να οδηγούμαστε, αφού εμπεριέχει μέσα της την έννοια της κίνησης, συνεπώς από κάπου ξεκινάμε, οδεύουμε και κάπου φτάνουμε. Ας δούμε όμως κάποιες περιπτώσεις.
Κίνημα για τα διόδια: κράτησε κάμποσο καιρό, έκανε κάποιες εντυπωσιακές πράξεις, συμπεριέλαβε κάμποσους ανθρώπους (στην πραγματικότητα μια μικρή μειοψηφία του πληθυσμού των άμεσα ενδιαφερομένων, των οδηγών). Έσβησε μόλις ποινικοποιήθηκε, παρόλο που τα διόδια ανήκουν σε ιδιώτες και όχι το δημόσιο και ενώ κανονικά αυτό θα έπρεπε να οδηγήσει στην ενίσχυσή του συγκεκριμένου κινήματος.

Κινήματα κατά των μνημονίων: Κατσαρόλες, διαδηλώσεις μπροστά στη Βουλή, συνθήματα εντυπωσιακά (πχ “να καεί το μπουρδέλο η Βουλή”), λόγια και διαμαρτυρίες και στην πορεία, αφού πέρασε από τα 40 κύματα, αφού ψήφισε εντελώς αντικρουόμενες μεταξύ τους πολιτικές παρατάξεις, στη δεξιά και στην αριστερή πλευρά του κοινοβουλευτικού φάσματος (με κοινό σημείο ότι σκίζανε ή με ένα νόμο καταργούσαν τα μνημόνια…), έσβησε, εξαφανίστηκε, χάθηκε σαν το νερό μες στην άμμο.

Κινήματα για το περιβάλλον: Για πολλά και για διάφορα. Σκουπίδια, ΑΠΕ, χρυσός, μεταλλεία κλπ, σε κάθε γωνιά της Ελλάδας. Πάρα ταύτα η κατάσταση του περιβάλλοντος τραγική. Εδώ παρατηρείται στους ενδιαφερόμενους και μια διάσταση απόψεων: περί του εάν το περιβάλλον θα πρέπει να το υπερασπιζόμαστε κινηματικά ή νομικά. Συνήθως οι απόψεις είναι διαζευκτικές, ενώ είναι προφανές ότι η σύζευξη των μεθόδων θα ήταν καλύτερη.
Κινήματα υπέρ των δικαιωμάτων των μειονοτήτων. Κινήματα υπέρ των διαφόρων μορφών σεξουαλικότητας, με την φαντασία να είναι το μόνο όριο στα σχήματα που μπορεί να υπάρχουν…

Μετά από όλα αυτά, διερωτάται κανείς: που έχουμε οδηγηθεί με όλα αυτά τα κινήματα; Προοδεύσαμε ως χώρα και ως κοινωνία; Φτάσαμε εκεί που αποσκοπούσαν τα κινήματα, απαλλαχτήκαμε από τα μνημόνια, κατορθώσαμε να αντιμετωπίσουμε τη φτώχεια μας ή απλά μετράμε απανωτά μνημόνια; Προστατεύσαμε ικανοποιητικά έστω και κάποιες παραμέτρους του περιβάλλοντος ή αποχαιρετάμε βουνά, νησιά, δάση, αρχιτεκτονήματα; Ζούμε σε μια κοινωνία όπου η σεξουαλικότητα του ανθρώπου δημιουργεί αρμονικές καταστάσεις και οδηγεί στον έρωτα και την αγάπη ή μήπως ζούμε την τραγωδία των αλλεπάλληλων βιασμών, κακοποιήσεων, διαστροφών κλπ; Γιατί συμβαίνει αυτό το πράγμα; Απλώθηκαν αυτά τα κινήματα στις πλατιές λαϊκές μάζες ή τελικά είναι ένα είδος λόμπινγκ (ίσως θα μπορούσαν να ονομασθούν το λόμπινγκ του φτωχού), δηλαδή μια μορφή πίεσης εκ μέρους κάποιων ομάδων του πληθυσμού; Ομάδων που μπορεί να μην είναι πολυπληθείς, κάνουν όμως πολύ θόρυβο!

Η γνώμη του γράφοντος είναι ότι τα κινήματα ούτε μας έχουν προχωρήσει πολύ, ούτε μας δώσανε λύσεις στα προβλήματα, ούτε έχουν απλωθεί στις πλατιές μάζες, αλλά παραμένουν κυρίως υπόθεση μικρών συνόλων που απλά κάνουν πολλή φασαρία, κραυγάζουν, κουνάνε σημαιάκια, ακολουθούν πολιτικές σαν και αυτές των κομμάτων της δεκαετίας του 80 (μετακινήσεις οπαδών με λεωφορεία, ντουντούκες, τραγούδια και μουσικές κλπ). Τα προβλήματα όμως δεν λύνονται, απλά διαχέονται, θολώνουν, συσσωρεύονται.

Προφανέστατα δεν είναι κακή η ύπαρξη των κινημάτων. Κακός είναι ο τρόπος με τον οποίο δουλεύουνε, κακό είναι η απολυτοποίησή τους, η σχεδόν θρησκειοποίησή τους, κακό είναι ότι οι πολλοί με την συμμετοχή τους σε αυτά νομίζουν ότι πράττουν, ενεργούν και οδηγούν τα πράγματα στην εξέλιξή τους ή στην λύση των προβλημάτων. Γιαυτό και όποιος τολμήσει σε οποιαδήποτε στιγμή να βρεθεί κόντρα σε μια κινηματική δράση θεωρείται το μαύρο πρόβατο, απεμπολείται, εξορίζεται και απομονώνεται. Μερικές φορές μοιάζει τα κινήματα να είναι ένα βήμα πριν από τον όχλο.

Εάν στα προηγούμενα συνυπολογίσουμε την μορφή που έχει λάβει ο συνδικαλισμός, τις επετειακές κατ΄ έτος ημερήσιες απεργίες (μία το φθινόπωρο και μία την άνοιξη) και τον υποκρυπτόμενο ναρκισσισμό και πολιτικές βλέψεις των ενασχολούμενων με τις λαϊκές δράσεις , τότε οδηγούμαστε στην ακόλουθη υπόθεση. Πολλά από τα κινήματα είναι στην πραγματικότητα απλές ταλαντώσεις, απλά κουνήματα, δεν είναι αληθινές κινήσεις. Είναι υποκριτικά, δεν έχουν καθαρούς στόχους και σκοπούς, δεν έχουν καθαρές προθέσεις . Παρασύρουν τους πολλούς, που θέλουν να δουν κάτι καλό να γίνεται. Επειδή όμως οργανωτές αλλά και συμμετέχοντες είναι μπερδεμένοι ή ακόμη χειρότερα ανειλικρινείς, γιαυτό το λόγο τα κινήματα τελικά απλά ταλαντώνονται γύρω από ένα σημείο, εντυπωσιάζουν αλλά δεν είναι τίποτε άλλο από κούνιες που πάνε πέρα-δώθε. Δεν είναι κινήσεις που πάνε πραγματικά μπροστά την κοινωνία.

Αυτός είναι ένας από τους σοβαρούς λόγους που η ελληνική κοινωνία και πολιτεία μέσα από αυτό τον χορό των κινημάτων, αντί να έχει ουσιωδώς εξελιχθεί, δυστυχώς βρίσκεται στο ίδιο σημείο, είτε για τα μνημόνια πρόκειται, είτε για την μεταπολιτευτική μας εξέλιξη, είτε για τα προβλήματα της μετανάστευσης. Γιαυτό χρόνια μετά την ανάπτυξη των οικολογικών κινημάτων ακόμη τα πλαϊνά των δρόμων είναι γεμάτα πλαστικά, οι δήμοι στέλνουν τα σκουπίδια τους εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, τα βουνά και οι θάλασσες καίγονται, ρυπαίνονται, βιομηχανοποιούνται βάρβαρα… Και όσο για τα κινήματα περί την συμπεριφορά του ανθρώπου, εάν υποθέσουμε ότι αυτά οδηγούσαν σε προσωπική εξέλιξη, τότε αυτό θα έπρεπε να λειτουργεί ενισχυτικά της οικογένειας, της συζυγίας, της συντροφικής σχέσης. Κάτι που στις μέρες μας δυστυχώς δεν ισχύει.

Η κοινωνία παλιότερα ζούσε χωρίς κινήματα, όμως προόδευσε, κατόρθωσε πράγματα, είχε στόχους και αρκετές φορές τους επέτυχε, έδωσε ικανοποιητική ποιότητα ζωής και τις ανέσεις του σύγχρονου πολιτισμού σε κάθε εσχατιά της Ελλάδας, ενέταξε την Ελλάδα σε αυτό που (είτε καλώς είτε κακώς) θεωρείται η οικογένεια των ευρωπαϊκών κρατών, στις προηγμένες χώρες που ανήκουν στον ΟΟΣΑ.
Όμως εδώ και πολλά χρόνια αυτή η κοινωνία είναι πλέον καθηλωμένη, ακινητούσα, αγκυλωμένη μέσα σε ψευδεπίγραφες προοδευτικές ιδέες, στοχεύσεις και καθυστερήσεις. Η πρόοδος λοιπόν δεν είναι ευθέως ανάλογη με τα κινήματα.

Η Ελλάδα των κινημάτων, των κομμάτων, της μεταπολίτευσης και της μετανεωτερικότητας μας έχει βαθύτατα απογοητεύσει.
Πολλοί το κουβεντιάζουν, περισσότεροι το παρακάμπτουν, αλλά πέρσι έγινε μία σοβαρή προσπάθεια δούμε εντός μας και εκτός και να σκεφτούμε προς τα που βαδίζουμε: με το προαναφερόμενο στην εισαγωγή Συνέδριο για το Υπαρξιακό Πρόβλημα της χώρας.

Κουράγιο, καρτερία και συντροφικότητα

Το θέμα λοιπόν του περσινού συνεδρίου, ήταν το υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας. Το θέμα αυτό ενοποιείται και ταυτίζεται με το υπαρξιακό πρόβλημα του χώρου της χώρας, δηλαδή αφενός η χώρα ως κράτος, ως μορφή, ως πολιτισμός, ως οικονομία κινδυνεύει να υπάρχει ή τουλάχιστον κινδυνεύει να υπάρχει με τις μορφές του την ξέρουμε στον 21ο αιώνα. Αλλά ο χώρος της χώρας , ο τόπος δηλαδή, αυτός πια και εάν κινδυνεύει με όλους τους τρόπους.

Τι συμβαίνει στο φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον του τόπου μας;
Και τα δύο υποφέρουν στην χώρα μας κατά τρόπο τραγικό. Το φυσικό περιβάλλον σε όλες του τις εκφάνσεις, μόνο ο αέρας δεν κινδυνεύει αυτή τη στιγμή και βέβαια αν βάλουμε μέσα τον παράγοντα μόλυνση και αυτός κινδυνεύει. Θάλασσες, βουνά, κάμποι, ποτάμια τα πάντα είναι υπό ανάπτυξη, τα πάντα τα κυνηγάμε για να τα χρησιμοποιήσουμε σε κάτι, τα βλέπουμε χρησιμοθηρικά. Οι οικισμοί και οι πόλεις μας είναι γνωστό σε ποια κατάσταση βρίσκονται, είναι σε μία κατάσταση όπου, οι πόλεις μας, είναι οι πόλεις με το λιγότερο πράσινο στον κόσμο και ταυτοχρόνως ζούμε όλοι και έχουμε συνηθίσει σε αυτή την εικόνα, το να θεωρούμε κλάδεμα των δέντρων την καρατόμηση των δέντρων. Εάν δηλαδή κάποιος στα δέντρα, τα οποία συναντάει στα πεζοδρόμια των πόλεων του, δεν αισθάνεται μία ευαισθησία για το ότι αυτό είναι μία υποβάθμιση της ζωής του, τότε τι ψάχνουμε, θα καταλάβει ότι πάνω στα βουνά μας κόβουν την κορυφή και τα κάνουμε αιολικά πάρκα (όπως τα λέμε) ή τους κάμπους τους στερούμε από την παραγωγή για να τους κάνουμε φωτοβολταϊκά “πάρκα” ;

Το υπαρξιακό λοιπόν καταντάει οντολογικό, δηλαδή το αν θα υπάρχει η “ύπαρξη” ή αυτή καθ΄ εαυτή η ζωή της ίδιας της Ελλάδος και του Ελληνισμού, ή του φυσικού περιβάλλοντος και ότι έχουμε αντιληφθεί με αυτές τις έννοιες στα επόμενα χρόνια. Φοβάμαι ότι αν δεν κάνουμε κάτι θα φτάσουμε σε ένα σημείο που δεν θα έχουμε φυσικό περιβάλλον, ας αφήσω το πολιτιστικό. Αλλά θα έχουμε μικρά πάρκα τα οποία θα τα επισκεπτόμαστε, όπως τώρα τους ζωολογικούς κήπους, για να έχουμε μία εικόνα φυσικού περιβάλλοντος.

Θεωρώ ότι είναι τραγικό όλο αυτό το πράγμα. Σε ένα τεύχος του ΑΝΤΙ του 1987, διαβάζουμε σε μία συνέντευξη του Κορνήλιου Καστοριάδη με τον τίτλο “οι Βάρβαροι και οι Νεοέλληνες”. Ρωτάει η δημοσιογράφος: “Ποιες είναι οι εντυπώσεις σας από τις σχέσεις των ανθρώπων με τον τόπο και ιδιαίτερα από την επέμβαση του στο τοπίο;” Η απάντηση του 1987: “ Η Ελλάδα ή ο ελλαδικός χώρος έχει υποστεί άπειρες εισβολές και καταστροφές από τους ονομαζόμενους βαρβάρους. Αρχίζουμε τουλάχιστον από τους Ρωμαίους οι οποίοι ισοπέδωσαν την Κόρινθο το 146 π.Χ. Ακολουθούν ο Σύλλας, οι Γαλάτες, οι Γότθοι, οι Αλαμανοί, οι Σλάβοι, οι Βούλγαροι, οι Φράγκοι, οι Τούρκοι και τελευταία οι Γερμανοί. Το άθροισμα όλων αυτών των καταστροφών είναι μικρότερο από την καταστροφή που έκαναν οι νεοέλληνες οι ίδιοι στον τόπο τους τα τελευταία 25-30 χρόνια. Όταν ήμουνα παιδί πήγαινα στην
Ελευσίνα. Το τοπίο ήταν καταπληκτικό. Πραγματικά αισθανόσουν ότι θα μπορούσε να είχε υπάρξει μία Δήμητρα θεά της Γης και ότι γινόντουσαν μυστήρια εκεί πέρα. Ήταν αυτός ο αφάνταστος Ελαιώνας, η θάλασσα η καθαρή και απέναντι η Σαλαμίνα. Και τώρα χάρις στις διαδοχικές κυβερνήσεις μεταξύ των οποίων πρώτη και καλύτερη φυσικά η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, να μην τα ξεχνάμε αυτά τα πράγματα, η περιοχή έχει μεταμορφωθεί σε βιομηχανικό σκουπιδαριό. Η είσοδος στην Αθήνα, η Ιερά Οδός όπου οι αρχαίοι Αθηναίοι φώναζαν “Ίακχε, Ίακχε” έχει καταντήσει κόλαση βρωμιάς, δεξιά και αριστερά από την οποία υπάρχουν σωροί τρυπημένων λάστιχων.

Αυτή την καταστροφή δεν την έκαναν ούτε οι Τούρκοι, ούτε οι Ναζί. Την έκαναν οι Έλληνες με τον μέγα εθνικό ηγέτη Καραμανλή, επικεφαλής και ο άλλος μέγας εθνικός ηγέτης ο Παπανδρέου”.
Και η συνέντευξη συνεχίζει στο ίδιο κλίμα.

Εάν όμως κάναμε ένα ταξίδι στο χρόνο και πηγαίναμε στο 1987, θα αισθανόμασταν ότι πηγαίνουμε σε μία Ελλάδα εκπληκτικά όμορφη, σχεδόν παραδείσια σε κάποια της κομμάτια!
Σκεφτείτε τι έχει μεσολαβήσει από τότε μέχρι τώρα.
Για παράδειγμα η λαίλαπα των ΑΠΕ (των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας), που τότε το 87 δεν υπήρχε (εκείνη την εποχή είχαμε μόνο μία δοκιμαστική ανεμογεννήτρια στην Κύθνο και μία στη Μύκονο). Δεν είχαμε φωτοβολταϊκά, δεν είχαμε ΜΥΗΕ, καύση σκουπιδιών. Δεν είχαμε ΑΝΤΙΝΕΡΟ (είχαμε βέβαια τις φωτιές…). Από την άλλη προσπαθούσαμε να λύσουμε προβλήματα και δεν τα λύσαμε. Όπως το νέφος της Αθήνας, περάσαμε στα καταλυτικά αυτοκίνητα κλπ.

Τελικά ζούμε έναν τραγέλαφο, μία συνεχή επανάληψη των ίδιων πραγμάτων. Μοιάζει να μην διορθωνόμαστε, να μην βελτιωνόμαστε. Και θα πει κάποιος “τι κάνουμε μέσα σε όλο αυτό;” Παρεμπιπτόντως θεωρώ ότι τώρα είμαστε σε μία πολύ χειρότερη κατάσταση, για πολιτικούς, οικονομικούς, ευρωπαϊκούς κλπ λόγους.

Επίλογος

Πιθανά μόνο από πολίτες, ανθρώπους δηλαδή που να στηρίζονται στην δικιά τους την συνείδηση, το νου και την καρδιά μπορεί να έρχεται η ουσιαστική πρόοδος στην κοινωνία. Αυτοί οι πολίτες είναι που θα συνταιριάζουν τους αγώνες τους, την θέλησή τους και την δουλειά τους, με πιστούς συνοδοιπόρους και με αυτό τον τρόπο, έστω και λίγοι, θα σπρώχνουν τις κοινωνίες προς τα μπροστά. Άλλωστε πάντα λίγο ήταν το αλάτι της γης. Οι “πολλοί” θα συνεχίσουν να παρασύρονται στις παρελάσεις, τις φανφάρες και τις κινηματικές ατέρμονες δράσεις γύρω από την ακινησία του κόσμου τους!
Θεωρώ ότι στη Συνείδηση των Ανθρώπων, στην αύξηση της αυτοσυνειδησίας μπορούμε να ποντάρουμε σε κάτι, να περιμένουμε κάτι για το μέλλον. Στο να αναπτύξουμε κουράγιο, να κρατήσουμε το κουράγιο και την καρτερία, χρειάζονται και τα δύο και το θάρρος και η υπομονή. Και θα πρέπει να στηρίζουμε ο ένας τον άλλον, δηλαδή αυτούς που βρίσκονται σε κάποιους αγώνες μπροστά, θα πρέπει να προσπαθούμε να τους στηρίξουμε, πραγματικά να τους στηρίξουμε. Δίνοντας πραγματικά νόημα στην λέξη σύντροφος και συντροφικότητα, πέρα από τις υποκριτικές και τετριμμένες χρήσεις της.
Εάν στηρίξουμε και συνεχώς στηρίζουμε κάποιοι από εμάς, κάποιους από εμάς, στην αγάπη για την Φύση και τον Πολιτισμό, στην έγνοια για τον Τόπο και τον Λαό μας, έστω και αν είμαστε λίγοι, τότε κάτι θα καταφέρουμε!

Μοιραστείτε το κείμενο:

Description

Δικηγόρος ,Πρ. Εταιρείας Περιβάλλοντος Κύμης

Σχετικά άρθρα