Η Δήμητρα Βήνη συμμετέχει στο Κίνημα ΟΧΙ ΛΙΜΑΝΙ ΣΤΗΝ ΠΕΙΡΑΪΚΗ. Είναι Παιδίατρος – Δ/ντρια και επιστημονικά υπεύθυνη μονάδας μεσογειακής Αναιμίας Νοσοκομείου Νίκαιας
Ο Πειραιάς δεν είναι μόνο το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας. Είναι ο καθρέφτης των υπαρξιακών της αντιφάσεων. Μια πόλη που κοιτάζει τη θάλασσα και βλέπει μέσα της το άγχος, την εξάρτηση και την αναζήτηση ταυτότητας ενός ολόκληρου έθνους. Εκεί όπου η ιστορία, η ανάπτυξη και η επιβίωση συγκρούονται πάνω στα ίδια κύματα.
Το κίνημα των κατοίκων ξεκίνησε το 2018 από μια φαινομενικά τεχνική υπόθεση: την κατασκευή νέου λιμανιού κρουαζιέρας δίπλα σε μια ακτογραμμή ιδιαίτερου φυσικού κάλλους. Ένα σημείο όπου οι άνθρωποι κολυμπούν χειμώνα-καλοκαίρι, το τελευταίο ίσως κομμάτι ελεύθερου ορίζοντα. Η αντίδραση ήταν μεγάλη. Ο Πειραιάς είναι ήδη μια πόλη πνιγμένη στο τσιμέντο, με ελάχιστο πράσινο και ελάχιστους ελεύθερους χώρους. Η νέα προβλήτα φάνηκε σαν ακόμη ένα κεφάλι της Λερναίας Ύδρας που κάθε προσπάθεια να κοπεί, γεννά δύο καινούρια.
Σύντομα, το ζήτημα ξεπέρασε τα έργα του νέου λιμανιου στην Πειραϊκή . Οι πολίτες είδαν πως κάθε παρέμβαση έφερνε στην επιφάνεια ένα βαθύτερο πρόβλημα: τη σταδιακή αποξένωση της πόλης από τη θάλασσα, του ανθρώπου από τον τόπο του. Οι βυθοκορήσεις, οι ρύποι, η αισθητική αλλοίωση, η απώλεια της πολιτιστικής κληρονομιάς — όλα έγιναν όψεις του ίδιου υπαρξιακού ερωτήματος: ποιος ελέγχει τις πύλες της χώρας και ποιος ανήκει πραγματικά εδώ;
Η παραχώρηση του λιμένα στην COSCO το 2016 δεν ήταν μόνο οικονομική πράξη• ήταν συμβολικό γεγονός. Ένα κράτος που χάνει το κεντρικό του λιμάνι χάνει κάτι περισσότερο από περιουσία: χάνει τον ορίζοντά του. Η εθνική κυριαρχία μεταφράζεται σε δικαίωμα επί της γης και της θάλασσας. Κι όταν αυτό παραχωρείται, δεν πρόκειται μόνο για επένδυση αλλά για υπαρξιακή μετατόπιση — από τον πολίτη στον μέτοχο, από τον τόπο στο κεφάλαιο.
Ο Πειραιάς πλέον αλλάζει ριζικά. Από πόλη-λιμάνι με συλλογική μνήμη μετατρέπεται σε «πύλη ροών» — τουριστών, κεφαλαίων, πληροφοριών. Η γλώσσα του MasterPlan, των «μητροπολιτικών πόλων» και των «ζωνών ανάπτυξης» μοιάζει να σβήνει τη γλώσσα των κατοίκων. Οι λέξεις «γειτονιά», «θάλασσα», «κατοικία» αντικαθίστανται από «επενδυτική ταυτότητα», «ναυτιλιακή καινοτομία» και «realestate».Στο μεταξύ, η πραγματικότητα γίνεται σκληρότερη. Η ρύπανση από τις κρουαζιέρες, οι βυθοκορήσεις και η κυκλοφοριακή φόρτιση που γεννούν και έλκουν οι έντεκα θέσεις ελλιμενισμού και οι χίλιες αφίξεις κρουαζιεροπλοίωνετησίως επιβαρύνουν ασφυκτικά την πόλη. Τα ταξί, τα πούλμαν, τα μίνι βαν, τα φορτηγά τροφοδοσίας και τα βυτία ναυτιλιακών καυσίμων κινούνται μέσα από τους δρόμους κατοικίας, όπως το Χατζηκυριάκειο, χρησιμοποιώντας έναν μόνο οδικό άξονα. Η υπερθέρμανση από τη βιομηχανία της κρουαζιέρας και η αισθητική υποβάθμιση δεν πλήττουν μόνο το περιβάλλον, αλλά και την ψυχική υγεία των κατοίκων. Η απώλεια της θάλασσας ως βιώματος γίνεται μορφή ψυχικής αποξένωσης• στα πιο πυκνά και θορυβώδη σημεία αυξάνονται η κόπωση και το αίσθημα αδιεξόδου. Η κατάσταση αναδεικνύει την Περιβαλλοντική Αδικία, καθώς οι περιβαλλοντικές επιβαρύνσεις κατανέμονται δυσανάλογα σε βάρος των κατοίκων που ζουν πλησίον του λιμανιού, ενώ τα οφέλη καρπούνται κυρίως οι εταιρικοί παίκτες. Η θάλασσα —σύμβολο ταυτότητας και ζωής— μετατρέπεται σε σκηνικό θέασης. Αυτό αποτυπώνει την απώλεια του δικαιώματος στην πόλη (HenriLefebvre), όπου ο χώρος γίνεται εμπόρευμα και η καθημερινότητα παράπλευρη απώλεια. Η πόλη βιώνει αποξένωση από το λιμάνι της .
Το αρχαίο ταφικό μνημείο του Θεμιστοκλή, εκτεθειμένο πια στα λιμενικά έργα χωρίς ακτομηχανική προστασία, γίνεται σύμβολο αυτής της παράδοξης μοίρας. Ο ήρωας που φύλαξε τις πύλες της πόλης κινδυνεύει να σβηστεί κάτω από τις επιχώσεις που κατασκευάζουν οι σύγχρονοι εργολάβοι της ανάπτυξης. Είναι σαν η ιστορία να καταβροχθίζει τα ίδια της τα θεμέλια.
Η μεγαλύτερη πρόκληση είναι η αποξένωση του κατοίκου από τον δημόσιο χώρο, από τη θάλασσα, από την ιστορία του. Αυτή η διαδικασία αποτελεί την πιο ακραία μορφή Περιβαλλοντικής Αδικίας. Η «μοίρα» του Πειραιά –η επιτυχία του ως λιμάνι και η ταυτόχρονη «παραχώρησή» του– είναι τελικά η μοίρα της ίδιας της Ελλάδας: μια χώρα με τεράστιο δυναμικό, που αγωνίζεται να ορίσει το μέλλον της εν μέσω παγκόσμιων πιέσεων.
Η απάντηση δεν μπορεί να είναι μόνο πολεοδομική ή νομική. Είναι υπαρξιακή. Αν ο Πειραιάς πάψει να είναι πόλη και γίνει μόνο πύλη, τότε η Ελλάδα θα πάψει να είναι τόπος και θα γίνει διέλευση. Η ανάκτηση της σχέσης με τον χώρο, τη θάλασσα και τη συλλογική μνήμη δεν είναι ρομαντισμός• είναι πράξη πολιτικής αυτογνωσίας.
Η Λερναία Ύδρα του Πειραιά έχει πολλά κεφάλια: οικονομικά, πολιτικά, περιβαλλοντικά, κοινωνικά, ψυχικά. Και κάθε φορά που κόβεται ένα, ξεπροβάλλει ένα νέο. Το ερώτημα δεν είναι πλέον πολεοδομικό, αλλά οντολογικό:
«Ποιος κατοικεί τον τόπο όταν ο τόπος παύει να ανήκει σε ανθρώπους;»
Ο Πειραιάς μάς δείχνει ποιοι είμαστε. Στον καθρέφτη του βλέπουμε τη χώρα να παλεύει ανάμεσα στην επιθυμία της προόδου και στον φόβο της απώλειας. Κι ίσως εκεί, ανάμεσα στις ρωγμές των τειχών και στον ήχο των μηχανών, αρχίζει το αληθινό ερώτημα: ποιος κατοικεί τον τόπο όταν ο τόπος παύει να κατοικείται;
