«Προσοχή στο κενό μεταξύ συρμού και αποβάθρας». Η επισήμανση δεν αφορά μόνο τους επιβάτες του προαστιακού ή του μητροπολιτικού σιδηροδρόμου («μετρό» στη νεοελληνική) αλλά και την εγχώρια πολιτική ελίτ (κυρίως αυτήν), η οποία αλλού κοιτά, αλλού πατά και τελικά αλλού βρίσκεται. Κυρίως στις θάλασσες.
Έμαθε χρόνια τώρα, να ακολουθεί πεπατημένες, υποδείξεις, οδηγίες και κατευθύνσεις. «Αισθάνομαι σιγουριά-έλεγε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής το 1975-όσο έχω από Βορά αυτούς που έχω, από Νότο αυτούς που έχω και από Δύση επίσης αυτούς που έχω». Από Ανατολάς ήταν το πρόβλημα, το γνωστό, αλλά αυτό το κουμαντάριζε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, όχι πάντα επιτυχώς. «Η Ελλάς ανήκει εις την Δύσιν», είχε διακηρύξει επίσης επενδύοντας στη συνδρομή της Εσπερίας, αλλά εκεί ήταν που έπεσε εντελώς έξω. Του είχε απαντήσει βεβαίως ο Ανδρέας Παπανδρέου με το «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες» αλλά κι αυτός δεν το τήρησε. Αξιοποίησε τις δυνατότητες που του έδινε η περίοδος της ύφεσης μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ για περαιτέρω ανοίγματα στην Ανατολική Ευρώπη αλλά τις σχέσεις του με τη Δύση, κυρίως τις ΗΠΑ, δεν τις διατάραξε ούτε κατ’ ελάχιστο, όπως έδειξε και η υπόθεση των αμερικανικών βάσεων. Στο μεταξύ ο από Ανατολάς κίνδυνος δούλευε αργά, αποτελεσματικά και ήξερε να διδάσκεται από τις πρόσκαιρες ήττες. Δόγμα του «η Τουρκία έχει τη δική της υπόσταση και δεν ανήκει πουθενά».
Ο Κων. Καραμανλής «έφυγε», ο Α. Παπανδρέου επίσης «έφυγε», «έμεινε» όμως για μια κρίσιμη περίοδο ο Κώστας Σημίτης αποδεχόμενος το γκριζάρισμα του μισού Αιγαίου με τις… εγγυήσεις μάλιστα των Ηνωμένων Πολιτειών, για να ακολουθήσουν οι κληρονόμοι του, με τον πλέον επικίνδυνο τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος κυριολεκτικώς… τα έχει κάνει θάλασσα. Είναι πολλές οι αμαρτίες που έχει φορτωθεί, από την υποχωρητικότητα στην υπόθεση του καλωδίου και όσα έχουν γίνει περί την Κάσο μέχρι τα τούρκικα αλιευτικά που ψαρεύουν ανάμεσα στις Κυκλάδες και αύριο ίσως περάσουν το Σούνιο και φτάσουν μέχρι το Τουρκολίμανο ή το Πασαλιμάνι, αφού δικά τους ήταν κάποτε κι αυτά, όπως θα ισχυρισθούν αναιδώς.
Δεν πρόκειται για υπερβολή. Ήδη η Άγκυρα ζητάει ευθέως τη Δ. Θράκη και τα Δωδεκάνησα, ρίχνει λοξές ματιές στη Χίο και άλλα νησιά του Α. Αιγαίου, ενώ η βουλιμία της φτάνει μέχρι την Αδριατική, όπως ο ίδιος ο Ερντογάν έχει ομολογήσει, ενώ με διπλωματικές κινήσεις στα Βαλκάνια έχει ήδη περικυκλώσει την Ελλάδα. Μέσα σ’ αυτό το σκηνικό δείχνει να ζητάει μια νέα θερμή εμπλοκή, στην οποία η Αθήνα πρόθυμα τον ακολουθεί τώρα. Μέχρι ποιου σημείου μπορούν να φτάσουν οι κινήσεις πολεμικών πλοίων και αεροσκαφών κανείς δεν μπορεί να βεβαιώσει. Εκείνο όμως που φαίνεται στον ορίζοντα καθαρότερα από ποτέ είναι μια από κοινού προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, το οποίο θα κληθεί να λύσει τον κόμπο.
Μπορεί να φαίνεται σωτήρια για τη χώρα και να την επικαλούνται πλέον επίσημα κυβερνητικά χείλη, ωστόσο αυτή η σπουδή μόνο αθώα δεν είναι. Στις δεκαετίες του 70 και του 80 η Αθήνα έκανε επίκληση της Χάγης για την επίλυση μιας και μόνης διαφοράς: την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου, αφού σύμφωνα με το Δίκαιο της Θάλασσας υφαλοκρηπίδα έχουν και τα νησιά, κάτι που η Τουρκία δεν αποδεχόταν. Φυσικά δεν είναι το μόνο, αφού ούτε και τη δικαιοδοσία του ΔΔΧ αναγνωρίζει, ωστόσο έχει το δικαίωμα να προσφύγει σ’ αυτό συνυπογράφοντας συνυποσχετικό με την Ελλάδα. Αυτή τη φορά όμως αποζητά την προσφυγή για το λόγο ότι στο τραπέζι έχει βάλει όλες τις διεκδικήσεις της: την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου, το καθεστώς νησίδων που (κατά τον τουρκικό ισχυρισμό) δεν περιγράφονται με σαφήνεια στις συνθήκες με τις οποίες έγινε η επανένωση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα, την παγίωση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 6 ναυτικά μίλια, την έκταση του εναέριου χώρου σε σχέση με τα χωρικά ύδατα, τη μη αναγνώριση υφαλοκρηπίδας στα νησιά και όσα τέλος πάντων θεωρεί δικαιωματικά ότι μπορεί να θέσει. Θα δεχτεί λοιπόν η Αθήνα να προσυπογράψει ένα τέτοιο συνυποσχετικό; Θα δεχτεί συζήτηση στο δικαστήριο επί των κυριαρχικών δικαιωμάτων της; Και τι είναι διατεθειμένη να χάσει, αφού η Τουρκία δεχόμενη την προσφυγή θεωρεί ότι θα βγει κερδισμένη; Δεν γνωρίζει επίσης ότι η έκβαση καμίας δίκης δεν είναι δεδομένη;
Ελπίζει πάντα στις ΗΠΑ ο πρωθυπουργός για τα περαιτέρω, αφού:
*Και τις βάσεις τους διευρύνει (με διάθεση να τις κάνει και περισσότερες)
*Και έχει δώσει και θα δώσει τα πάντα (αυτή τη φορά μέσω του προγράμματος για τον ξέφρενο εξοπλισμό της Ευρώπης) για τη χαμένη υπόθεση της Ουκρανίας
*Και το ελεγχόμενο πανταχόθεν για τη γενοκτονία των Παλαιστινίων και την τεράστια αναστάτωση στη Μέση Ανατολή Ισραήλ στηρίζει χωρίς αιδώ.
Ας μην τον έχει πάρει ούτε ένα τηλέφωνο ακόμα ο Αμερικανός πρόεδρος, αυτός το καθήκον του το κάνει. Τα περισσότερα θα τα μάθουμε με την έλευση της πολυαναμενόμενης Κίμπερλι. Έτσι κι αλλιώς οι σχέσεις με την Ουάσιγκτον είναι απόλυτα δεμένες από την εποχή που ήρθε στην Αθήνα ο Τζον Πιουριφόι, τη δεκαετία του ’50, κι όριζε από το γραφείο του στην αμερικανική πρεσβεία από το εκλογικό σύστημα με το οποίο θα γίνονταν οι εκλογές μέχρι και τον πρωθυπουργό που θα τις κέρδιζε: αρχικά τον Αλέξ. Παπάγο και στη συνέχεια τον Κων. Καραμανλή. Επί των ημερών του οι Αμερικανοί έσπειραν τις βάσεις τους στην Ελλάδα, επί των ημερών του προωθήθηκε και η λύση-παγίδα του Κυπριακού με τις συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου, οι οποίες άνοιγαν την πόρτα στην απόβαση του Αττίλα. Η υπόθεση βρίσκεται σε εξέλιξη.
Όλα αυτά συνέβαιναν όσο οι ΗΠΑ ήταν ισχυρές. Δεν αισθάνονταν να χρωστούν τίποτα στη χώρα μας και ουδεμία εγγύηση για την εδαφική ακεραιότητα και τα συμφέροντά της δεν της προσέφεραν όλα αυτά τα χρόνια. Εκχώρησαν τη μισή Κύπρο στην Τουρκία και με το σχέδιο Ανάν (το οποίο επανέρχεται από το παράθυρο) της προσφέρουν και το άλλο μισό. Της έχουν ανοίξει διάπλατα τις πύλες του Αιγαίου και αμφισβητούν τα ελληνικά εδάφη και κυριαρχικά δικαιώματα. Η πολιτική την οποία προβάλλουν «βρείτε τα» δεν δικαιώνει το θύμα αλλά τον απαιτητικό νταή. Η Αθήνα όποτε ζήτησε τη συνδρομή της Ουάσιγκτον, το πόδι της δεν έπιασε αποβάθρα κι έπεσε στο κενό.
Τώρα που οι ΗΠΑ ασθενούν και αναθέτουν στη Chevron-Exxon να απλώσει τα δικά της δίχτυα στις ελληνικές θάλασσες τα πράγματα δεν θα γίνουν καθόλου καλύτερα. Τα κενά μεγαλώνουν και η ελληνική διπλωματία κινδυνεύει να πέσει σε μια θανατηφόρα δίνη.
Αν η οικονομικοπολιτική ελίτ το ήθελε, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Και μένει μόνη της η προοδευτική κοινωνία να δηλώνει ότι η εθνική υπόσταση δεν είναι εμπορικό προϊόν προς διαπραγμάτευση ή εκχώρηση ούτε στη Δύση ούτε πουθενά αλλού.