Η Ελλάδα σε ώρα μηδέν

 Ο Δημήτρης Τραυλός – Τζανετάτος είναι Ομότιμος καθηγητής Εργατικού Δικαίου Νομικής Σχολής Αθηνών και μέλος της επιτροπής στήριξης του Συνεδρίου. Συμμετέχει στο 2ο Συνέδριο και συγκεκριμένα στην 6η θεματική ενότητα με θέμα: “Η θέση της Ελλάδας στον σύγχρονο κόσμο​”, την οποία και συντονίζει.

Προβληματισμοί με αφορμή το επικείμενο συνέδριο

1. Μετά την πρώτη επιτυχία του πρωτοποριακού,υβριδικού Συνεδρίου για το “υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας το 2021” , που διοργάνωσε ο Δρόμος της Αριστεράς στις 18-19 Μαΐου 2024, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και μεγάλες προσδοκίες πραγματοποιείται σε λίγες μέρες η συνέχιση της, ιστορικής σημασίας αυτής πρωτοβουλίας, η οποία, ενόψει της μεγάλης επιδείνωσης της μαστίζουσας τη χώρα πολυεπίπεδης υπαρξιακής κρίσης κατά το τρέχον έτος, της προσδίδει δραματική επικαιρότητα. Πρόκειται για ένα εγχείρημα που υπήρξε αποτέλεσμα μιας επίπονης, ενεργειοβόρας και πολυεπίπεδης προσπάθειας της οργανωτικής επιτροπής. Η δε διεύρυνση της Επιτροπής Στήριξης, στην οποία περιλαμβάνεται και ο κορυφαίος, διεθνούς φήμης , ακαδημαϊκός Θανάσης Φωκάς και ο μεγάλος εμπλουτισμός των επιμέρους πεδίων προβληματισμού και διαλόγου αποτελουν τους καλύτερους οιωνούς για αντίστοιχη, αν όχι μεγαλύτερη, επιτυχία της συνέχισης του εγχειρήματος. Όπως ο εύστοχος, αλλά και λίαν απαιτητικός τίτλος του δεύτερου Συνεδρίου καθιστά σαφές, ότι πέραν της ενίσχυσης της επίγνωσης της κρισιμότητας του προβλήματος και της επιτακτικής ανάγκης ριζικής αντιμετώπισης του, στόχος του είναι επιπροσθέτως και ο φωτισμός των δυνατοτήτων, του τρόπου και των μέσων δρομολόγησης της αντίθετης πορείας. Δεσπόζουσα θέση στο πλαίσιο αυτό κατέχουν φλέγουσες εθνικές θεματικές, που αφορούν το δημογραφικό πρόβλημα, την εθνική και λαϊκή κυριαρχία και τη δημοκρατία.

2. Στο επίκεντρο της υπαρξιακής κρίσης της χώρας βρίσκεται η δημογραφική κατάρρευση. Με δεδομένη την επιρροή της δημογραφικής κατάστασης μιας χώρας σε όλους τους κρίσιμους τομείς της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτισμικής δραστηριότητας και τελικά στη διασφάλιση της εθνικής της κυριαρχίας, είναι επόμενο ο φωτισμός των διαφόρων πτυχών της και οι προτάσεις για την αντιμετώπισή της στο πλαίσιο του σχετικού διαλόγου να αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον. Ενδεικτικά της δραματικής εξέλιξης του κρίσιμου αυτού ζητήματος είναι τα παρατιθέμενα απο την ΕΛΣΤΑΤ και τη Eurostat στατιστικά στοιχεία. Σύμφωνα με αυτά, το πυροδοτηθέν από την μνημονιακή κατοχή της χώρας δημογραφικό πρόβλημα εμφανίζει μία δυστοπική πράγματι δυναμική. Έτσι, πιο συγκεκριμένα, το αρνητικό ισοζύγιο γεννήσεων – θανάτων (106.428 προς 111.699) το 2011, εμφάνισε το 2024 αυξητική δυναμική (69,675 προς 128.258), με συνέχιση της τάσης αυτής το 2025. Σημειωτέον ότι κατά το 1/6 έως το 1/7 των γεννήσεων αφορούσαν αλλοδαπές μητέρες.

Η εγγίζουσα τα όρια του ανεπίστρεπτου και ανεπανόρθωτου δημογραφική κρίση της χώρας απεικονίζεται ανάγλυφα στην εμπεριέχουσα τον κίνδυνο ερημοποίησης προϊούσα πληθυσμιακή συρρίκνωση που βιώνει η ύπαιθρος, ακόμη και σε άκρως ευαίσθητες εθνικά περιοχές. Πρόκειται για το αποτέλεσμα μιας παλαιότερης παθογένειας, προϊόν εσφαλμένων πολιτικών ή αδιαφορίας, η οποία τα τελευταία χρόνια εμφανίζει μια δραματική κορύφωση. Ο κίνδυνος εξαφάνισης της κτηνοτροφίας και το πρόσφατο “αιφνιδιαστικό” κλείσιμο 204 παραρτημάτων των ΕΛΤΑ, αποτέλεσμα μια ακραίας νεοφιλελεύθερης κυβερνητικής εμμονής στην πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων, αποτελούν ενδεικτικά παραδείγματα μια εθνοκτόνας πολιτικής εγκατάλειψης της υπαίθρου.

3. Καταλυτικό βέβαια ρόλο στη δυστοπική αύτη εξέλιξη καθώς και στη πληθυσμιακή συρρίκνωση της χώρας διαδραμάτισαν αναμφίβολα η μνημονιακή κατοχή και οι επιβληθείσες πολιτικές της εσωτερικής υποτίμησης και της συνακόλουθης αποδιάρθρωσης της εργατικοδικαιϊκης και κοινωνικοασφαλιστικής προστασίας και του κοινωνικού κράτους γενικότερα. Ιδιαιτέρως καταστροφικό για την πρόκληση της δημογραφικής κρίσης υπήρξε, άλλωστε, το κύμα φυγής στο εξωτερικό 600.000 – 700.000 νέων, ιδίως επιστημόνων. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει ιδιαιτέρως να εξαρθεί η συμβολή του ψηφιοποιημένου/ελαστικοποιημένου homo capitalisticus, ιδίως το επικρατούν στο χώρο της εργασίας και απασχόλησης καθεστώς ακραίας ελαστικοποίησης, χωροχρονικής ρευστοποίησης και προώθησης του αφηγήματος της συχνής, διαδοχικής αλλαγής εργοδότη. Είναι ευκόλως αντιληπτό πόσο δυσχερής ή και αδύνατη είναι υπό τις συνθήκες αυτές η δημιουργία οικογένειας και απόκτησης τέκνων.
Από την άλλη πλευρά, δεν πρέπει να υποτιμηθούν τα επικρατούντα στην Ελλάδα, αλλά και ευρύτερα στην Ευρώπη, νεοκαπιταλιστικά, διαμορφωτικά του “σύγχρονου” τρόπου ζωής, πολιτικοϊδεολογικά αφηγήματα ενός ακραίου ατομικισμού και ενός άκριτου, ανούσιου και συχνά άλογου καταναλωτισμού και ο αυξημένος ρόλος των γυναικών σε όλους σχεδόν τους τομείς της οικονομίας έχει ως αποτέλεσμα, η απόφαση για επαγγελματική ανέλιξη να έχει προτεραιότητα έναντι της απόφασης για τεκνοποίηση. Εξάλλου, ως ανασταλτικός, αν όχι αποτρεπτικός, παράγοντας της δημιουργίας μιας “παραδοσιακού τύπου” οικογένειας πρέπει να θεωρηθεί και η περιβόητη Woke Agenda, ένα κατεξοχήν καπιταλιστικό, ατομοκεντρικό ιδεολόγημα, στο οποίο, χωρίς μια στοιχειώδη κριτική εξέταση της προέλευσης και των στόχων του, έχουν προσχωρήσει τα κόμματα της κεντροαριστεράς και της “νέας Αριστεράς”. Δεν φαίνεται, έτσι, να είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο περιορισμός των γεννήσεων και η μη απόκτηση τέκνων εμφανίζεται και σε οικονομικά εύρωστες οικογένειες. Πέραν ωστόσο, της προφανούς επιρροής του σύγχρονου τρόπου ζωής στην εμφάνιση του φαινομένου αυτου, δεν πρέπει να υποβαθμιστούν η αβεβαιότητα και η αγωνία για την δυστοπική εξέλιξη του κόσμου όπου καλούνται να ζήσουν τα νέα παιδιά.

4. Ωστόσο, παρά τη βοώσα πραγματικότητα και τον ορατό κίνδυνο μιας εκρηκτικής εξέλιξης του δημογραφικού, αλλά και τις, ήδη από την 10ετία του 80, που σήμερα έχουν αποκτήσει δραματική επικαιρότητα, προειδοποιήσεις και εκκλήσεις για την επιτακτική ανάγκη αντιμετώπισής του, τόσο οι φέρουσες την κύρια ευθύνη, μνημονιακές και μεταμνημονιακές κυβερνήσεις, όσο και τα κόμματα, ιδίως της κυβερνώσας, αντιπολίτευσης, αποδείχθηκαν και αποδεικνύονται κατώτερα των περιστάσεων. Σημειωτέον ότι ήδη από το 2011 είχε καταστεί φανερή η επιτακτική ανάγκη για μια άμεση και δραστική αντιμετώπιση του ζητήματος, μέσω ανάληψης πρωτοβουλιών συγκρότησης μιας Εθνικής Δημογραφικής Επιτροπής. Χαρακτηριστικό της ακατανόητης αυτής ολιγωρίας του πολιτικού συστήματος είναι το γεγονός ότι μόλις τα τελευταία χρόνια άρχισε να απασχολείται με το κρίσιμο αυτό ζήτημα. Παρά δε τις ρητορικές, επικοινωνιακού τύπου, κυβερνητικές κορώνες, τα ληφθέντα μέτρα περιορίζονται σε μία πενιχρή και ανεπαρκή οικονομική ενίσχυση των πολύτεκνων οικογενειών, ενώ απουσιάζει ένα σοβαρό, μακρόπνοο πρόγραμμα αντιμετώπισης του προβλήματος. Το δε κατ’ επίφαση και όλως καταχρηστικά αποκληθέν, “Σχέδιο Δράσης για το Δημογραφικό”, που εισηγήθηκε η Υπουργός Σ. Ζαχαράκη, πόρρω απέχει από τις ανάγκες μιας ουσιαστικής, ριζικής αντιμετώπισης ενός σύνθετου και πολύπλοκου προβλήματος, μάλιστα σε μία τόσο κρίσιμη εξελιξιακή του κατάσταση.
Βεβαίως, η ανάληψη ενός τέτοιου εγχειρήματος, καθώς προϋποθέτει και απαιτεί δραστικές παρεμβάσεις στους γενεσιουργούς λόγους της κρίσης, δηλ στον ευρύτερο, οικονομικό κυρίως, αλλά και στον πολιτικόϊδεολογικο και πολιτισμικό χώρο, είναι εκ των πραγμάτων ιδιαιτέρως δυσχερής. Τούτο δε καθώς η πραγματοποίησή του βρίσκεται σε σημαντικό βαθμό αντιμέτωπη με ευρωενωσιακές δεσμεύσεις, όχι μόνο οικονομικές και κοινωνικές, αλλά και πολιτικές και ιδεολογικές. Πολλώ μάλλον όταν οι δεσμεύσεις αυτές υπερβαίνουν τα ισχύοντα σε καθεστώς ουσιαστικής ισοτιμίας εταιρικά – συμμαχικά όρια και αποκτούν προτεκτορατικό ή και νεοαποικιακό χαρακτήρα, το δε κομβικής σημασίας για το υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας αυτό εγχείρημα καλείται να αντιμετωπιστεί από το παρόν, βυθισμένο στη διαφθορα, τον καιροσκοπισμό και την αναλγησία, “ολιγαρχικό κυβερνητικό καθεστώς”, επιτομή της ελληνικής “δημοκρατορίας”(Ρούντι Ρινάλντι). Βεβαίως, η όποια επιτακτικά επιβεβλημένη, κυβερνητική, κεντροδεξιά ή κεντροαριστερή, εναλλαγή, δεν σημαίνει ότι η χώρα πρέπει να συνεχίζει να απεμπολεί τα ανήκοντα σε ένα ισότιμο σύμμαχο – εταίρο δικαιώματα. Ωστοσο, δεν μπορεί εκ των προτέρων να αποκλειστεί η αναζήτηση ορισμένων βαθμών κυριαρχίας τα οποία θα επιτρέψουν τη χάραξη μιας στοιχειωδώς σοβαρής, μακροπρόθεσμης και εθνικά προσανατολισμένης, δημογραφικής, και όχι μόνο, πολιτικής. Τοσούτω μάλλον καθώς οι καιροί ου μενετοι. Ιδίως δε όταν η δημογραφική κατάρρευση συνδέεται με σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις όχι μόνο στην οικονομία, όπου ορισμένοι τομείς εμφανίζουν σημαντικές ελλείψεις εργατικών χειρών, με δυσμενείς επιπτώσεις στο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα, αλλά και στην εθνική άμυνα και το εθνικό σύστημα υγείας. Σημειωτέον ότι, ενώ οι αρνητικές επιπτώσεις της δημογραφικής κρίσης ανάζητούνται ευρέως και ορθώς σε οικονομικό, εργασιακό και κοινωνικόασφαλιστικο επίπεδο, οι επίδραση της κρίσης αυτής στην εθνική άμυνα και το εθνικό σύστημα περίθαλψης και υγείας δεν φαίνεται να τυγχάνει της δέουσας προσοχής.

5. Ειδικότερα ως προς τις επιπτώσεις στην εθνική άμυνα πρέπει εντελώς επιγραμματικά να επισημανθεί ότι η μείωση της διαθεσιμότητας των κληρωτών, αφού κάθε νέα κλάση είναι μικρότερη της προηγούμενης, έχει ως αποτέλεσμα τη δυσχέρανση ή και αδυναμία στελέχωσης κρίσιμων μονάδων και τη μείωση του αξιόμαχου των ενόπλων δυνάμεων. Η δυσμενής αυτή εξέλιξη αντί να οδηγήσει την κυβέρνηση σε μια κριτική αντιμετώπιση των χρόνιων παθογενειών που αφορούν την οργάνωση και λειτουργία του, κρίσιμου για την διασφάλιση της εθνικής ανεξαρτησίας της χώρας, αυτού τομέα της κυβερνητικής πολιτικής, ιδίως δε της κατάστασης του προσωπικού, της προϊούσας έλλειψης ενδιαφέροντος των νέων για τις Ανώτατες Σχολές Ενόπλων Δυνάμεων και του αυξανόμενου αριθμού παραιτήσεων εν ενεργεία αξιωματικών, καταφεύγει στην κάλυψη των κενών με μη επανδρωμένα, εξοπλισμένα με τεχνητή νοημοσύνη, συστήματα και χρήση μισθοφόρων, μη αποκλειόμενης της “ενοικίασης” επαγγελματιών από ιδιωτικές στρατιωτικές εταιρείες. Πρόκειται για επιλογές, εντασσόμενες σε μια ευρύτερη πολιτική μερικής ιδιωτικοποίησης και των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων. Μιας πολιτικής, που, σε συνδυασμό με την προμήθεια ενός πανάκριβου, υπερσύγχρονου εξοπλισμού, κατά πολλούς ειδικούς, μη εξυπηρετούντος τις επιτακτικές ανάγκες των ενόπλων δυνάμεων (βλ. πχ F35), φαίνεται να εκτρέπει τον εθνικό στρατό από τον πρωταρχικό του ρόλο ως υπερασπιστή της ανεξαρτησίας και ακεραιότητας της χώρας και να τον μετατρέπει βασικά σε εργαλείο εξυπηρέτησης ευρωατλαντικών σκοπών και προτεραιοτήτων. Ενδεικτικός, άλλωστε, της επικρατούσας στον νευραλγικό αυτο για την χώρα πολιτικό πεδίο είναι ο χαρακτηρισμός του προωθούμενου από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας πολυνομοσχεδίου ως “μνημοσύνου των ενόπλων δυνάμεων” και η περιβόητη σκοπούσα δήθεν την αναδιάρθρωση των ενόπλων δυνάμεων “Agenta 2030”, ως Agenta πλήρους διάλυσης των ΕΔ.

6. Βεβαίως, η άμεση και διευρυνόμενη ανάγκη αντιμετώπισης της σημαντικής έλλειψης ελληνικών εργατικών χεριών, σε ορισμένους κυρίως τομείς της εθνικής οικονομίας και της αρνητικής της επενέργειας στο ήδη παραπαίον κοινωνικόασφαλιστικό σύστημα οδηγεί στην επικέντρωση του ερευνητικού ενδιαφέροντος ειδικών και σχετικών ινστιτούτων στη σύνδεση του δημογραφικού προβλήματος με την μετανάστευση, η οποία, ως “οιονεί μονόδρομος”, καλείται να το θεραπεύσει. Αυτό εξηγεί βασικά, χωρίς όμως και να δικαιολογεί, μια αποκλειστικά με τεχνοκρατικά – οικονομικά κριτήρια προσέγγιση του δημογραφικού προβλήματος, μη λαμβάνουσα όμως υπόψη και τις κρίσιμες εθνικά παραμέτρους. Πολλώ μάλλον όταν πρόκειται για μια χώρα, που χωρίς να υπάρχει σαφής εικόνα των διαβιούντων σε αυτή, νομίμως ή παρανόμως, αλλοδαπών, βρίσκεται υπό την ασφυκτική πίεση αφενός μεν μιας συνεχιζόμενης, εργαλειοποιημένης, αμέσως ή εμμέσως, από την Τουρκία μεταναστευτικής ροής, αφετέρου δε, ως “χώρα πρώτης υποδοχής”, των κανονισμών Δουβλίνο 2 και 3. Τούτων δεδομένων το ζήτημα της ανάγκης κάλυψης των κενών εργατικών χεριών μέσω αλλοδαπών ως προσωρινό, βραχυπρόθεσμο μέτρου, ενταγμένο σε μια εθνική στρατηγική, αντιμετώπισης του δημογραφικού προβλήματος, πρέπει να αποσυνδεθεί από το γενικότερο για την Ευρώπη, κυρίως όμως την Ελλάδα πρόβλημα των ανεξέλεγκτων μεταναστευτικών ροών. Διαφορετικά ορατός θα είναι ο κίνδυνος διάρρηξης της κοινωνικής συνοχής και μακροπρόθεσμα, της εθνικής ιδιοπροσωπίας της χώρας. Δεν είναι άλλωστε, τυχαίο το γεγονός ότι η πολιτική των “ανοιχτών θυρών” στην ΕΕ βρίσκεται σε έντονη αμφισβήτηση και οπισθοχώρηση. Από την άλλη, βεβαίως, πλευρά, η παρούσα και επιτακτική επί του παρόντος και όχι μόνο, ανάγκη κάλυψης των εργατικών χεριών, πρέπει να λαμβάνει χώρα κατοπιν αυστηρού προγραμματισμού και ελέγχου των πραγματικών αναγκών στο πλαίσιο σχετικών διακρατικών συμφωνιών, ιδιαιτέρως ει δυνατόν με θρησκευτικά και πολιτισμικά παρεμφερείς χώρες. Η αντιμετώπιση της πληθυσμιακής γήρανσης δεν πρέπει να πραγματοποιείται με αντικατάσταση του ημεδαπού πληθυσμού με αλλοδαπούς αλλά κυρίως με πολιτικές αναζωογόνησης και ενίσχυσης της εθνικής δημογραφικής δυναμικής.

7. Ενόψει της πολυσύνθετης αυτής προβληματικής και της δυστοπικής για τη χώρα εξέλιξης της, με ζωηρό ενδιαφέρον αναμένεται η πραγματοποίηση, μιας αναλυτικής κριτικής προσέγγισης και εξέτασης του κομβικού αυτού ζητήματος, συνοδευόμενη από σχετικές προτάσεις αντιμετώπισής του στο επικείμενο Συνέδριο, στην Επιτροπή Στήριξης του οποίου με ιδιαίτερη χαρά και τιμή συμμετέχω. Ωστόσο διερωτώμαι, μήπως ήλθε η ώρα, ο Δρόμος της Αριστεράς, να εξετάσει τη δυνατότητα, τη σημασία και τη δυναμική μετεξέλιξης της επίμαχης πρωτοβουλίας και απόκτησης πολιτικής έκφρασης, λειτουργώντας ως καταλύτης συγκρότησης ενός ευρύτερου εθνικού εναλλακτικού μετώπου, ενός “σύγχρονου ΕΑΜ”, που θα προσδώσει μια ευρύτερη πολιτική διάσταση στην μεγάλη, αντιπολιτευόμενη το υφιστάμενο ολιγαρχικό κυβερνητικό καθεστώς, κοινωνική διαθεσιμότητα. Μια τέτοια εξέλιξη, κινούμενη από τη διαλεκτική σχέση εθνικού-κοινωνικού και εμπνεόμενη από τη χειραφεσιακή δυναμική ενός “πατριωτικού, ριζοσπαστικού αριστερού, δημοκρατικού διεθνισμου”, ενός “εθνικού δια ταύτα της Αριστεράς” (Λαοκράτης Βάσσης), θα αποτελούσε, άλλωστε, μια ηχηρή, αποστομωτική απάντηση στο καπιταλιστικό απατηλό ιδεολόγημα ότι βιώνουμε δήθεν μία “ιστορική υπέρβαση των ιδεολογιών”, όπου η Αριστερά ανήκει πια στο χρονοντουλαπο της ιστορίας . Βεβαιως μεγάλη ευθύνη για τη διαμόρφωση και διάδοση του ανιστόρητου και ψευδεπίγραφου αυτού, αφηγήματος έχει η, υπηρετούσα, εκουσίως ή ακουσίως(;), το συστημα, αυτοπροσδιοριζόμενης ως “ανανεωτική”, “νέα”, ή “ριζοσπαστική αριστερά”, η οποία, όπως άλλωστε επιβεβαιώνει η αδήριτη πραγματικότητα, λειτουργεί ως σημαντικός τροφοδότης όχι τόσο του “ακραίου νεοφιλελεύθερου κεντρου”, όσο κυρίως της “νέας ή άκρας δεξιάς”,που τείνει στην Ευρώπη να εξελιχθεί σε κύρια πολιτική δύναμη με κυβερνητικές προδιαγραφες, στην οποία και “χαρίζει” τη δυνατότητα να εμφανίζεται ως αμύντορας της “αστικής δημοκρατίας”, της “ελευθερίας του λόγου”, και του “πατριωτισμού”!

Μοιραστείτε το κείμενο:

Description

ομότιμος καθηγητής Εργατικού Δικαίου Νομικής Σχολής Αθηνών

Σχετικά άρθρα