Σύνεντευξη: Επιστήμη και πολιτική μαζί: Για μια οραματική ρεαλιστική απάντηση

Συνέντευξη στον Δημήτρη Γκάζη

Με αφορμή το επικείμενο Δεύτερο Συνέδριο για το υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας, συζητήσαμε με τον Βασίλη Γεροδήμο, μηχανικό λογισμικού και μέλος της επιτροπής οργάνωσης του Συνεδρίου, για τις προκλήσεις και τις αναζητήσεις που ανοίγει αυτή η συλλογική διαδικασία.

Από την κρίση αντιπροσώπευσης μέχρι την παραγωγική ανασυγκρότηση και από τις τεχνολογικές εξελίξεις έως τα ελληνοτουρκικά και το ζήτημα της κοινωνικής συνοχής, το Συνέδριο φιλοδοξεί να φέρει σε διάλογο την πολιτική με την επιστήμη και να δώσει βήμα σε ζωντανές δυνάμεις της κοινωνίας που αναζητούν διεξόδους. Μια συζήτηση που δείχνει γιατί η συνέχεια έχει σημασία.

Από το Πρώτο Συνέδριο μέχρι σήμερα, συμμετείχατε εκτός των άλλων στη διοργάνωση των δύο θεματικών ημερίδων. Ποια τα συμπεράσματα από αυτές;

Πράγματι, στην πορεία προς το Συνέδριο οργανώθηκαν δύο ημερίδες. Η πρώτη τον Ιανουάριο του 2025 στη Θεσσαλονίκη γύρω από τις προκλήσεις που εισάγει η οικουμενικά επιχειρούμενη ψηφιακή μετάβαση και πώς αυτή αποτυπώνεται στη χώρα μας, και μια δεύτερη πιο πρόσφατη, στα τέλη Αυγούστου, στη Μυτιλήνη γύρω απ’ τα ζητήματα των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Ο πλούτος και η χρησιμότητα των εισηγήσεων είναι εμφανής σε όσους τις παρακολούθησαν (ή όσους επιθυμούν να τις παρακολουθήσουν από την ιστοσελίδα μας και το κανάλι μας στο YouTube). Εγώ θέλω να σταθώ σε κάτι άλλο: η επιλογή των δύο περιοχών για τις συγκεκριμένες θεματικές δεν ήταν τυχαία. Στη Θεσσαλονίκη έγινε προσπάθεια να συνδεθεί ο προβληματισμός μας με το υπαρκτό, δυναμικό, εργατικό και επιστημονικό προσωπικό γύρω από τις φυσικές και τεχνολογικές επιστήμες που εδρεύει στην πόλη, και στη δεύτερη με την κοινωνία των νησιών του Βορείου Αιγαίου που δέχεται την πίεση από την πολιτική της γειτονικής χώρας και την αδιαφορία του κεντρικού κράτους.

Αυτό που κρατάω σαν εμπειρία, και σαν συμπέρασμα αν θέλετε, είναι η ύπαρξη ενεργών, ζωντανών δυνάμεων μέσα στην ελληνική κοινωνία με γνώσεις και άποψη για σημαντικές πλευρές της κοινωνικής, πολιτικής, παραγωγικής ζωής της χώρας, οι οποίες δυνάμεις διακατέχονται από ένα πνεύμα προσφοράς. Ξέρετε, στη σημερινή εποχή που έχει διαμορφωθεί γύρω από το άτομο και την απουσία μεγάλων ιδεών, είναι αρκετά ελπιδοφόρο να βλέπεις πολύ αξιόλογα άτομα και φορείς να προσφέρουν προσωπικό χρόνο και φαιά ουσία για τη διαφώτιση ενός συλλογικού ζητήματος.

Θέλω να κρατήσω και να τονίσω τη διάθεση ενός δυναμικού για συμβολή σε ζητήματα δύσκολα, για πολλούς ανυπέρβλητα, και να τολμήσω να κάνω την εκτίμηση ότι είναι υπαρκτή η διαθεσιμότητα για κοινωνική προσφορά μέσα στην ελληνική κοινωνία και αναζητεί τους τρόπους για να εκφραστεί.

Επιμένετε στη συνάντηση πολιτικού και επιστημονικού. Γιατί θεωρείτε ότι είναι γόνιμη αυτή η μέθοδος;

Από το Πρώτο Συνέδριο δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στην τεκμηρίωση των όσων θα ειπωθούν γύρω από την αντιμετώπιση του υπαρξιακού προβλήματος της κοινωνίας και της χώρας. Αρχικά, είναι μια μεθοδολογία που έχει δοκιμαστεί και παράξει αποτελέσματα και στα πλαίσια της αντίκρουσης της κυρίαρχης άποψης για το δυστύχημα των Τεμπών. Επιστήμονες, μηχανικοί, συλλογικοί φορείς αντέκρουσαν τεκμηριωμένα και επιστημονικά μια παράλογη εξήγηση των αιτιών του δυστυχήματος και έδωσαν επιχειρήματα για να υπάρξει δικαιοσύνη.

Την ίδια αναλογία συναντάμε και στο επίπεδο της χώρας: απέναντι σε μια καταστροφική πολιτική, οφείλουμε να αντιτάξουμε μια τεκμηριωμένη και συλλογική απάντηση. Βλέπουμε ακόμη ότι τα τελευταία χρόνια στη χώρα υπάρχει μια κοινωνική διαθεσιμότητα, εκφράζεται κατά βάση μέσω του κινήματος των Τεμπών, αλλά αδυνατεί να εκφραστεί πολιτικά.

Έχω την άποψη, καθώς αποτελώ κι εγώ μέρος της πιο νέας γενιάς, ότι αυτό αποτελεί ένδειξη ωριμότητας τόσο ευρύτερα από την ελληνική κοινωνία όσο κι από την πιο νέα γενιά, η οποία λειτουργεί πιο «λογικά» σε μια περίοδο που κυριαρχείται από την απουσία εναλλακτικών μονοπατιών και παραδειγμάτων κοινωνικής οργάνωσης.

Η ωριμότητα αυτή συνδέεται με τις αναγκαίες προϋποθέσεις που θα πρέπει να υπάρχουν, με μια σοβαρή, τεκμηριωμένη πρόταση για να «πειστεί» να επενδύσει σε ένα διαφορετικό και δύσκολο εγχείρημα. Υπάρχει, πιστεύω, η πείρα των κινημάτων της τελευταίας δεκαπενταετίας που κάνει επιτακτική πέρα από την καλύτερη των προθέσεων και τη στοιχειοθέτηση ενός εναλλακτικού σχεδίου.

Στο Δεύτερο Συνέδριο καλούμε ανθρώπους του πνεύματος και της δουλειάς που ασφυκτιούν στο πλαίσιο της επιστημονικής έρευνας ή της εργασίας τους να προσφέρουν τη γνώση και τη δημιουργικότητά τους για την ιχνηλάτηση μιας διαφορετικής προοπτικής για τη χώρα.

Θα υπάρχει κάποια αναφορά στα θέματα των τεχνολογικών εξελίξεων και τη σχέση που έχουν αυτά με τις υπαρξιακής φύσης προκλήσεις για τη χώρα στο Δεύτερο Συνέδριο;

Θεωρούμε τα ζητήματα των τεχνολογικών εξελίξεων και πιο συγκεκριμένα της ψηφιακής μετάβασης κομβικά, αφενός για την κατανόηση των κυρίαρχων πολιτικών, αλλά και αφετέρου για την επιρροή της σ’ όλες τις πτυχές διάρθρωσης της κοινωνικής ζωής που πολλές μάλιστα αναμένεται να τις αναδιαμορφώσει ριζικά, όπως π.χ. την εργασία. Έτσι και στο Συνέδριο του Νοέμβρη, στα πλαίσια της δεύτερης θεματικής «Παραγωγική ανασυγκρότηση: Μεταπρατισμός ή οικονομική κυριαρχία», θέλουμε να διοργανώσουμε ένα εργαστήριο όπου θα γίνει διάλογος γύρω από τον ψηφιακό μετασχηματισμό στην Ελλάδα και την κατάσταση του τεχνολογικού τομέα της.

Εισηγητές θα είναι άτομα τόσο από τη βιομηχανία του λογισμικού και του hardware όσο και από δημόσιους ελληνικούς τεχνολογικούς φορείς που είναι σε θέση να μοιραστούν την εικόνα του κλάδου. Στο εργαστήριο επιθυμούμε να βάλουμε στο δημόσιο διάλογο στοχευμένα δύο ζητήματα. Πρώτον, το κατά πόσο είναι εφικτό να υπάρξει και τι κλίμακας ανάπτυξη και καινοτομία με την πολυδιαφημισμένη κυβερνητική πολιτική για τον κλάδο σε μια μικρού/μεσαίου μεγέθους χώρα, μεταφέροντας την οπτική ανθρώπων που προσπαθούν να παράγουν στην Ελλάδα. Δεύτερον, θα προσπαθήσουμε να παρουσιαστεί μια εκτίμηση για την κατάσταση της ψηφιακής ανεξαρτησίας στη χώρα. Και στα δύο ζητήματα, πέρα από την ανάγνωση της κατάστασης, θα επιχειρηθεί να παρατεθούν σκέψεις και προτάσεις διαφορετικών πολιτικών. Νομίζω θα είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα κουβέντα σε συνέχεια της ημερίδας της Θεσσαλονίκης.

Τι περιμένετε από αυτό το δεύτερο βήμα του εγχειρήματος;

Στο Πρώτο Συνέδριο έγινε η προσπάθεια να στοιχειοθετηθεί η οριακή κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο κοινωνικός σχηματισμός Ελλάδα και μέσα από τη διαδικασία καταφέραμε να εμφανιστεί στο δημόσιο διάλογο η φράση το «υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας». Στο Δεύτερο Συνέδριο «Η Ελλάδα που χάνεται. Η Ελλάδα που θέλουμε!» επιθυμούμε να πάμε ένα βήμα παρακάτω με τη συνειδητοποίηση των όρων και των προϋποθέσεων που απαιτεί η συλλογική απάντηση του προβλήματος.

Κλειδί και βασικό στόχο του συνεδρίου θα αποτελέσει η δημιουργία μιας δικτύωσης αγωνιζόμενων ανθρώπων με πανελλαδική διάσταση, που ο καθένας από το δικό του γνωστικό αντικείμενο θα συνεισφέρει με την εκτίμηση, τις ιδέες και τις προτάσεις του στο συλλογικό σκοπό της αναζήτησης οραματικής, ρεαλιστικής πολιτικής γύρω από κρίσιμους τομείς για την απάντηση του υπαρξιακού προβλήματος της κοινωνίας και της χώρας. Η δικτύωση αυτή, μετά τη λήξη του Συνεδρίου, να καταφέρει να συμβάλει, στο βαθμό που της αναλογεί, με τη θεωρία, τη μεθοδολογία και τα συμπεράσματά της και μέσω της επαφής της με τις υπόλοιπες αγωνιζόμενες δυνάμεις του τόπου, στην οικοδόμηση ενός σχεδίου εθνικής κυριαρχίας και κοινωνικής δικαιοσύνης.

Μοιραστείτε το κείμενο:

Description

Μηχανικός Λογισμικού, μέλος της επιτροπής οργάνωσης του Συνεδρίου

Σχετικά άρθρα