Ελπίζοντας στην υπαρξιακή αναγέννηση της χώρας

Συζήτηση με τους διοργανωτές του 2ου Συνεδρίου για «Το υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας στην τροχιά του 21ου αιώνα»


 

Ερώτηση 1η: Ας ξεκινήσουμε από την έννοια του «υπαρξιακού». Πώς τη συνδέετε με την κατάσταση της χώρας, ενώ βρισκόμαστε στην τρίτη ήδη δεκαετία του 21ου αιώνα;

Έχω την εντύπωση πως η επικέντρωση όλης της συζήτησης γύρω από την έννοια του «υπαρξιακού προβλήματος» είναι το πιο δυνατό σημείο του συνεδρίου. Και είναι ήδη μεγάλη επιτυχία ότι έχει καταφέρει να εισαγάγει στον δημόσιο διάλογο αυτή ακριβώς την ιδέα: ότι όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα συνοψίζονται σε ένα κεντρικό πρόβλημα, που είναι υπαρξιακού χαρακτήρα για την ίδια.

Υπαρξιακό πρόβλημα σημαίνει ότι τίθεται ζήτημα συνέχειας: πώς θα συνεχίσουμε να υπάρχουμε – ως χώρα, ως κοινωνία, ως συλλογική ταυτότητα, ως ιστορικό υποκείμενο.

Για τη σημερινή Ελλάδα, το υπαρξιακό ζήτημα έχει δύο όψεις:

Από τη μια είναι η απειλή – ο κίνδυνος για ό,τι έχει υπάρξει τους δύο τελευταίους αιώνες ως γεωγραφικό και πολιτικό κέντρο της ελληνικής ιστορικής συνέχειας. Δεν είναι μια δυσοίωνη προφητεία για το μέλλον. Το ζούμε ήδη ως γεωπολιτική καθυπόταξη, ως κατάλυση του κράτους δικαίου, ως αποσάθρωση της οικονομίας, ως δημογραφικό αδιέξοδο, ως διάλυση των μικρομεσαίων στρωμάτων (που παρά τον εκφυλισμό τους παραμένουν η καρδιά της ελληνικής κοινωνίας) κλπ κλπ. Θα μπορούσε κανείς να βρει πολλά σημεία-σταθμούς σε αυτή την ιστορική κατρακύλα, αλλά το σημείο χωρίς επιστροφή ήταν ασφαλώς τα μνημόνια.

Υπάρχει όμως και η άλλη όψη: το «υπαρξιακό» σαν προοπτική – ελπίδα για υπέρβαση. Το κάνει σαφές και ο τίτλος του φετινού συνεδρίου που μας καλεί να ξανασκεφτούμε όχι μόνο το ποιοι είμαστε, αλλά και τι θέλουμε να γίνουμε. Δεν συζητάμε επομένως για το πως θα αντιμετωπίσουμε το α΄ ή το β΄ πρόβλημα. Επιζητούμε μια ολική αναγέννηση· ένα νέο ξεκίνημα, που θα ξαναπιάσει από την αρχή το νήμα της ιστορικής δημιουργικότητας του Ελληνισμού. Όταν μια συλλογικότητα φτάνει σε υπαρξιακό όριο, είτε πεθαίνει, είτε γεννά κάτι καινούργιο. Βρισκόμαστε σε αυτό ακριβώς το σημείο.

Ερώτηση 2η: Είναι δυνατή η «υπαρξιακή αναγέννηση» του Ελληνισμού; Πώς την αντιλαμβάνεστε;

Η αλήθεια είναι πως αυτή την ώρα κινδυνεύουμε από τα χειρότερα, αλλά αφού το συνέδριο μάς ζητά να μιλήσουμε για την Ελλάδα «που θέλουμε», εγώ θα σταθώ εδώ στη δυνατότητα για τα καλύτερα: στο πώς μπορεί ο Ελληνισμός να είναι φορέας πνευματικής, πολιτικής και πολιτισμικής δημιουργίας στον 21ο αιώνα – όχι μόνο για τον ίδιο, αλλά για όλη την ανθρωπότητα. Όχι σαν μια μικρή επαρχία της κατά τα άλλα αυτοδιαλυόμενης Ευρώπης, ούτε σαν σύνορο με τους υποτιθέμενους βαρβάρους – αλλά ως κόμβος: πολιτισμικός, γεωπολιτικός, πνευματικός.

Μπορεί να ακούγεται μεγαλόστομο, αλλά αν μιλάμε για εθνική αναγέννηση, για «υπαρξιακή αναγέννηση» του Ελληνισμού, δεν μπορούμε να μιλάμε για τίποτα λιγότερο. Είναι από εκείνες τις στιγμές που μόνο αν διεκδικείς το μείζον μπορείς να ελπίζεις με όρους ρεαλιστικούς στην είσοδό σου στο γήπεδο της ιστορίας. Αλλιώς θα γίνεις βορά των μεγάλων θηρίων της γεωπολιτικής αρένας.

Ίσως αξίζει να υπογραμμίσουμε πως το ελληνικό «υπαρξιακό» ζήτημα είναι μια επιμέρους πτυχή της υπαρξιακής αγωνίας ολόκληρου του δυτικού κόσμου. Η Ελλάδα είχε την ατυχία να συσταθεί ως κράτος στα μέσα του 19ου αιώνα, τη στιγμή ακριβώς που συστηνόταν η αποικιοκρατία. Γεγονός που – μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, και πάνω στις στάχτες της επανάστασης – καθόρισε τις γεωπολιτικές εξαρτήσεις του νεοελληνικού κράτους, τον χαρακτήρα του πολιτικού συστήματος, το ποιόν της κυβερνώσας πολιτικής και οικονομικής ολιγαρχίας, την κατεύθυνση και τα όρια στην κοινωνική και πολιτιστική μας ανάπτυξη!

Αν καταφέρουμε να δούμε την τωρινή υπαρξιακή κρίση της Ελλάδας σαν αυτό που πραγματικά είναι – μια πλευρά της ευρύτερης υπαρξιακής κρίσης του δυτικού κόσμου (δηλαδή της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους) – τότε θα συνειδητοποιήσουμε ότι μας δίνεται πραγματικά μια ευκαιρία, όχι απλώς για μια στρατηγική «αναπροσαρμογής» στο πλαίσιο της αμερικανοκρατίας και του ατλαντισμού, αλλά για μια στρατηγική «εξόδου» απ’ αυτό.

Ερώτηση 3η: Μπορείτε να μας δώσετε κάποια στοιχεία αυτού που ονομάζετε εθνική στρατηγική «εξόδου»;

Το βασικότερο είναι ότι χρειαζόμαστε μια στρατηγική θετική: που σημαίνει, όχι μόνο οργάνωση της άμυνας απέναντι στους υπαρξιακούς κινδύνους. Ακόμα και όταν είμαστε εκ των πραγμάτων υποχρεωμένοι σε άμυνα, η άμυνα αυτή οφείλει να έχει έναν ορίζοντα θετικό· να είναι μέρος μιας ιστορικής αντεπίθεσης.

Θα αναφερθώ σε δύο πυλώνες που τους θεωρώ κρίσιμους, ο ένας για το εσωτερικό της χώρας, και ο άλλος για τη διεθνή της θέση:

α) Θεσμικός εκδημοκρατισμός και νέοι συμμετοχικοί θεσμοί

Όσοι συμμετέχουμε στο συνέδριο έχουμε συναίσθηση του θεσμικού και πολιτικού αδιεξόδου της χώρας· και καταλαβαίνουμε πως η υπέρβαση του σαθρού ελληνικού πολιτικού συστήματος είναι ιστορική ανάγκη επιβίωσης του Ελληνισμού.

Αυτό σημαίνει κατά τη γνώμη μου δύο παράλληλα πράγματα:
Εκδημοκρατισμό και ανανέωση των υφιστάμενων κρατικών θεσμών.
Δημιουργία νέων μορφών συμμετοχής που να γεννιούνται από τα κοινωνικά κινήματα, από τις τοπικές κοινότητες, από νέους ανθρώπους.

Δεν λέω εδώ περισσότερα γιατί είναι και αντικείμενο ειδικής θεματικής του συνεδρίου (θα μιλήσουμε γι’ αυτό στο εργαστήριο στο οποίο μετέχω, την τρίτη ημέρα του συνεδρίου).

β) Περιφερειακή στρατηγική ουδετερότητας, ειρήνης και δημοκρατίας

Όλοι μας καταλαβαίνουμε πως ζούμε σε μια εποχή ιστορικών ανακατατάξεων. Ανακατατάξεων που δεν περιορίζονται στους γεωστρατηγικούς συσχετισμούς μεταξύ δεδομένων μεγάλων δυνάμεων, αλλά οδηγούν σε έναν νέο παγκόσμιο χάρτη, σε όλα τα επίπεδα.

Αυτό σημαίνει πως η Ελλάδα θα όφειλε επανεξέταση της θέσης της στο παγκόσμιο τοπίο και να χαράξει μια ριζικά νέα διεθνή στρατηγική. Πράγμα που δεν μπορεί να περιορίζεται στην υπεράσπιση των εθνικών μας δικαίων ή συμφερόντων, ή ακόμα πιο ειδικά στην αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής. Ούτε μπορούμε να συνεχίσουμε με ευχές και ψευδαισθήσεις ότι απέναντι στους Τούρκους θα μας υπερασπιστούν οι Αμερικάνοι, οι Ευρωπαίοι ή το Ισραήλ…

Όσο δύσκολο ή άτοπο και αν ακούγεται, χρειαζόμαστε μια δική μας «αναθεωρητική» πολιτική. Όχι απαραίτητα θεαματικές ρήξεις – όπως π.χ. «να φύγουμε από το ΝΑΤΟ ή την ΕΕ» – αλλά μια ενεργητική στρατηγική ουδετερότητας, ειρήνης και δημοκρατίας για την περιοχή των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου.

Θα πει κανείς: με ποιες συμμαχίες; Μιλάμε για μια στρατηγική. Επομένως οι συμμαχίες δεν καθορίζονται από την α΄ ή β΄ κυβέρνηση. Βασικός μας σύμμαχος σε μια τέτοια προοπτική είναι οι λαοί της περιοχής που αγωνιούν και ειρήνη και δημοκρατία. Και από κει και πέρα, αν εμείς ξέρουμε πού το πάμε, οι ίδιες οι αντιφάσεις του διεθνούς συστήματος – και η Πρόνοια της ιστορίας – θα ανοίξουν δρόμους.

Αλλά η πραγματική δυσκολία δεν αφορά τους συσχετισμούς και τις συμμαχίες με τη στενή σρατηγική έννοια. Η «αναθεωρητική» γεωπολιτική στρατηγική για την οποία κάνω λόγο δεν μπορεί να υπάρξει αν δεν είναι πτυχή μιας πιο βαθιάς «αναθεώρησης» της ίδιας της νεοελληνικής αυτοσυνειδησίας και ταυτότητας· αν δεν δούμε τον Νέο Ελληνισμό σαν μια «στιγμή», μια φάση σε μια μακρά ιστορική πορεία «συνάντησης» και «πνευματικής μεταμόρφωσης» των λαών της περιοχής μας και του κόσμου ολόκληρου. (Το θέμα είναι βέβαια τεράστιο. Έχω αναφερθεί σε αυτό κατά καιρούς. Θα χρειαζόταν μια ξεχωριστή συζήτηση από μόνο του.)

Ερώτηση 4η: Τι σημαίνει για εσάς το συνέδριο και γιατί συμμετέχετε; Ποιες είναι οι προσδοκίες σας από τη φετινή διοργάνωση;

Η δική μου προσδοκία από το φετινό 2ο Συνέδριο είναι να εμβαθύνουμε ουσιαστικά τη συζήτηση που ξεκίνησε πέρυσι. Όχι απλώς να την επαναλάβουμε, αλλά να την πάμε σε επόμενο επίπεδο. Αυτό σημαίνει να αρχίσουμε να παράγουμε – όχι απαραίτητα έτοιμες «λύσεις» – αλλά ιδέες, κατευθύνσεις και προτάσεις για μια εθνική στρατηγική υπαρξιακής αναγέννησης.

Το δύσκολο ερώτημα είναι, βέβαια, το ερώτημα της πράξης – της κοινής πράξης – που παραμένει το άλλο μείζον ζητούμενο. Θα ήταν σπουδαίο αν μπορούσαμε να κατακτήσουμε μια «πολιτική κοινότητα σκέψης και πράξης». Αλλά εκτιμώντας τις πραγματικές μας δυνατότητες, θα ήμουν ευχαριστημένος αν φύγουμε από φετινό συνέδριο με μια «χαρτογράφηση» των κρίσιμων ζητημάτων, και με μια υπόσχεση συνέχειας.

Δεν προσδοκώ – και ούτε θα ήταν σωστό – να καταλήξουμε σε κάποια «κοινή πλατφόρμα» συμφωνίας, που φοβάμαι πως θα αποδεικνυόταν λειψή την αμέσως επόμενη στιγμή. Αυτό που χρειάζεται είναι κάτι πιο ταπεινό, αλλά νομίζω πιο ουσιαστικό: να συμφωνήσουμε στο ποια είναι τα καίρια ζητήματα και πώς θα προχωρήσει η συζήτηση και η συνεργασία πάνω σε αυτά. Σε αυτό το πνεύμα, μου φαίνεται εξαιρετικά ώριμη η διακήρυξη που δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: πως το συνέδριο «δεν υπόσχεται να δώσει λύσεις έτοιμες», αλλά φιλοδοξεί «να θέσει ερωτήματα δύσκολα» και «να διατυπώσει, όπου αυτό είναι εφικτό, θέσεις με σοβαρότητα, αξιοπιστία και ευθύνη».

Μοιραστείτε το κείμενο:

Description

θεολόγος

Σχετικά άρθρα