Καθώς τείνουμε να εθιστούμε στην κίβδηλη κανονικότητα, όπως αυτή διαμορφώνεται, με παραπλανητικούς όρους, απ’ το ένοχο πολιτικό μας σύστημα και τα επικοινωνιακά του εξαπτέρυγα: με βάση τις νεο/αποικιακές «ρήτρες» των τριών Μνημονίων και τις μακροχρόνιες δεσμεύσεις τους, με μία εξ αυτών ως και ενός αιώνα, όλο και περισσότερο αποσυνδέονται Μεταπολίτευση και Χρεοκοπία, σαν να μην υπάρχει σχέση αιτιότητας, σχέση αιτίου και αιτιατού, μεταξύ τους. Όπως, όλο και περισσότερο «αναγιγνώσκονται»: η Χρεοκοπία, που απωθείται ένοχα εκτός του πολιτικού μας λεξιλογίου, και η Μετανεωτερική αποικιοποίησή μας, σαν φυσιολογικά, ακόμα και… ευκταία, γνωρίσματα της εθνικής μας πραγματικότητας. Με τη διαμεσολαβητική, μεταξύ της υπερεξουσίας του ευρωδυτικού τοκογλυφικού κεφαλαίου και του λαού μας, πολιτική εξουσία να προβάλλει περίπου ως τρόπαια πολιτικού ρεαλισμού τις μνημονιακές «πομπές» της, απενοχοποιώντας και «κανονικοποιώντας» τον νεο/αποικιακό διαχειριστικό της ρόλο. Προπαντός χάρη (και) στη στρατηγική αναδίπλωση της Συριζικής Αριστεράς, που «βραχυκύκλωσε» (μεσοπρόθεσμα;) τις όποιες εναλλακτικές δυνατότητες και προοπτικές του Τόπου μας.

2. Με όση όμως επικοινωνιακή χρυσόσκονη κι αν επικαλυφθούν τα δύο δίπολα: α) Μεταπολίτευση-Χρεοκοπία και β) Χρεοκοπία-Μετανεωτερική αποικιοποίηση, σε όσες επιστημονικοφανείς παραναγνώσεις κι αν επιδοθούν οι επιτήδειοι της «οργανικής διανόησης», δεν είναι δυνατό να… εξαερωθεί, τελικά, η βαθύτερη αιτιότητα που τα διαπερνά. Γιατί, όσο κι αν υπερτονιστούν τα (υπαρκτά) εξωγενή αίτια της χρεοκοπίας, δεν γίνεται να αποσυνδεθεί πειστικά απ’ τα ενδογενή αίτιά της ή να θεωρηθούν αυτά ως δευτερογενή. Ενώ είναι και πρωτογενή και κυρίαρχα. Να αποσυνδεθεί, δηλαδή, απ’ τον βαθύτερο πολιτικό και πολύ περισσότερο τον βαθύτερο εκπτωτικό πολιτιστικό χαρακτήρα των δεκαετιών της Μεταπολίτευσης. Όπου βρίσκεται και η αιτιακή ρίζα του παρακμιακού της κατήφορου και της τελικής της έκβασης, που είναι η Χρεοκοπία. Κι όπως μόνον με ιδεολογία νεο/ραγιαδισμού μπορεί να συμβιβάζεσαι ή και να νιώθεις άνετα με τις μακροχρόνιες μνημονιακές «ρήτρες» και τη συνακόλουθή τους ταπεινωτική περιστολή της εθνικής μας αυτεξουσιότητας. Με τον καθηγητή Γιώργο Κασιμάτη ευλόγως να δηλώνει οργισμένα πως: απ’ την ασυλία της εθνικής κυριαρχίας δεν παραιτείσαι, όπως η κυβέρνηση του «Γιωργάκη» Παπανδρέου, «ούτε με το περίστροφο στον κρόταφο».

Ως ελαχίστη συμβολή στην ανάδειξη αυτής της βαθύτερης αιτιότητας: ΜεταπολίτευσηΧρεοκοπίαΜετανεωτερική αποικιοποίηση, που είναι και απόπειρα ανάδειξης τόσο της ωραιοποιούμενης κίβδηλης κανονικότητάς μας όσο και του σκοτεινού βάθους όλης της εθνικής μας κακοδαιμονίας, θα προσπαθήσω απλώς να αγγίξω τον εσώτερο πυρήνα των πολιτικών και των πολιτιστικών αιτίων της Χρεοκοπίας της Μεταπολίτευσης. Που αυτά ρίχνουν και συνολικότερα φως στο βάθος της εθνικής μας κακοδαιμονίας και της μοιραίας διαδοχής των μεγάλων «ανεκπλήρωτων» στη δίνη της νεότερης ιστορίας μας. Όπως, πολύ ειδικότερα, ρίχνουν ερμηνευτικό φως και στα πολλά «γιατί» της άγονης, ως τώρα, διαχείρισης της Χρεοκοπίας και των νεο/αποικιακών πειραματικών εφαρμογών στο εθνικό μας κορμί. Όπου, με περισσεύοντα… ιησουιτισμό, αριστερότροπο και δεξιότροπο, μεταβαπτίζεται (ΣΥ.ΡΙΖ.Α) το τέλος των «Μνημονιακών προγραμμάτων» σε τέλος της «Μνημονιακής εποχής». Ή υμνολογείται (Ν.Δ.) το τέλος της «Ενισχυμένης εποπτείας», χωρίς, όμως, που είναι κι η οδυνηρή αλήθεια, να τελειώνουν μαζί της: οι δεσμευτικές «ρήτρες» των Μνημονίων, με όλο το νομικό τους «οπλοστάσιο», αλλά και τα ξεδιάντροπα ξεπουλήματα κρίσιμων εθνικών υποδομών μας (λιμάνια, αεροδρόμια, σιδηρόδρομος…, υποθήκευση της υπόλοιπης εθνικής περιουσίας για έναν αιώνα!), που είναι απολύτως συνυφασμένες με την εθνική μας αυτεξουσιότητα, ανεξαρτησία και αξιοπρέπεια.

Προσπερνώντας, για την οικονομία τούτου του κειμένου, πολύ κρίσιμα ζητήματα, καθόλου άσχετα, αμέσως ή εμμέσως, με την όλη πορεία και τελική έκβαση της Μεταπολίτευσης, όπως, ας πούμε, η συγκεκριμένη «μετάβαση» απ’ τη χούντα στην περίοδό της, ή, κατά κύριο λόγο, η στρατηγική αρχιτεκτόνησή της απ’ τον Κωνσταντίνο Καραμανλή (που, παρά τα θετικά της, εκείνους μάλιστα τους καιρούς για τον Τόπο μας), δεν έπαυε να είναι, λόγω της πολύ εσώτερης «λογικής» της, «λογικής» εντέλει… ελέγχου της κοινωνίας, μια οιονεί δημοκρατία επί της κοινωνίας και όχι μια δημοκρατία της κοινωνίας, με τις συστημικές, πάντοτε, «δικλείδες ασφαλείας» της, που κανείς, ούτε και ο Αντρέας της… Αλλαγής, δεν τόλμησε να «αγγίξει» (!), θα περιοριστώ μόνο στο να αναδείξω τη βαθύτερη ρίζα του παρακμιακού πολιτικού της κατήφορου, που είναι: η σταδιακή εκφυλιστική μετάπτωση της δικομματικής διαχείρισης της εξουσίας σε αδηφάγο σύστημα διαχειριστικής νομής της. Έτσι που, κυρίως απ’ τα μέσα των δεκαετιών της και εντεύθεν, με κορύφωση στην περίοδο των επιγόνων Καραμανλή-Παπανδρέου, δεν υπήρχε το «πολιτικό σύστημα» για την κοινωνία, αλλά η κοινωνία για το «πολιτικό σύστημα», για τα εναλλασσόμενα δηλαδή συνδιαχειριστικά κόμματα εξουσίας, Ν.Δ.-Πα.Σο.Κ., και το ιδιοποιημένο απ’ αυτά κράτος. Με μοιραία, εκ τούτου, τη λεηλασία των εθνικών πόρων, την άφρονα ρευστοποίηση μερισμάτων των μελλοντικών γενεών (υπερχρέωση) και την οδυνηρή, τελικά, Χρεοκοπία της χώρας.

Η ενδότερη αιτιότητα αυτής της «εκφυλιστικής μετάπτωσης», όπως προκύπτει απ’ την εξ υποκειμένου και την εξ αντικειμένου συναυτουργία όλου του πολιτικού φάσματος, αλλά και της ίδιας της κοινωνίας, με δεδομένο, πάντοτε, πως δεν… νοείται πολιτική ενοχή χωρίς κοινωνική συνενοχή, είναι ένα πολύ σύνθετο και δυσανάγνωστο πρόβλημα. Κι είναι παντελώς απλοϊκή η δήθεν αριστερή (μονοσήμαντη) σύνδεσή της με τη βαθύτερη λογική και φιλοσοφία καθεαυτής της ιδρυτικής «στρατηγικής αρχιτεκτόνησής» της. Έτσι που, με τη μηχανιστική ενοχοποίηση του «συστήματος», να απενοχοποιούνται, τελικά, οι διαχειριστές και επικαρπωτές του. Όχι, βέβαια, πως η συγκεκριμένη «αρχιτεκτόνηση» δεν ενείχε, δυνητικά, τη ροπή της εκπτωτικής της μετάλλαξης. Προφανώς και την ενείχε. Αλλά σε συνάρτηση, προφανώς, με την καλή ή την κακή διαχειριστική λειτουργία της θεσμικής της βάσης. Όπως αυτό επιβεβαιώνεται απ’ τη δοκιμασμένη εφαρμογή του «προτύπου» της, της σύγχρονης δηλαδή στρατηγικής του αστισμού (διαχειριστική εναλλαγή ενός «συντηρητικού» και ενός «προοδευτικού» κόμματος στην εξουσία), στις περιώνυμες δημοκρατίες δυτικού τύπου και επί πολλές ως τώρα δεκαετίες. Που σημαίνει πως δεν φτάνει το: «φταίει το… σύστημα», αν θέλουμε να φωτίσουμε ερμηνευτικά τη βαθύτερη αιτιότητα του σταδιακού εκπτωτικού κατήφορου των δεκαετιών της Μεταπολίτευσης. Που μοιραία κατέληξαν στη Χρεοκοπία και στη Μετανεωτερική αποικιοποίηση της χώρας μας. Ενός εκπτωτικού κατήφορου που τα πολιτικά και τα πολιτιστικά του αίτια συναποτελούν διαλεκτική ενότητα.

Υπ’ αυτή τους τη θεώρηση: τα πολιτικά αίτια είναι στο βάθος πολιτιστικά και τα πολιτιστικά, επίσης στο βάθος τους, είναι και πολιτικά. Με τη σταδιακή μετάπτωση της πολιτικής, στη διάρκεια των δεκαετιών της Μεταπολίτευσης, από υπέρτατη λειτουργία διακονίας των κοινών σε όλο και πιο άγρια διαχειριστική νομή της εξουσίας, να είναι το μέγα ερμηνευτικό ζήτημα της μοιραίας τελικής της έκβασης, της Χρεοκοπίας δηλαδή, με όλα τα συνεχιζόμενα παρεπόμενα της «κιβδηλοποιούμενης κανονικότητάς» μας. Καθώς, δεν εξέπεσε από μόνη της η πολιτική από «λειτουργία διακονίας των κοινών» σε «νομή της εξουσίας», ούτε αναποδογυρίστηκε από μόνη της η διάρθρωση του μεταπολιτευτικού κοινωνικού σχηματισμού, έτσι που να μην υπάρχει το «πολιτικό σύστημα» για την κοινωνία αλλά η κοινωνία για το «πολιτικό σύστημα», για τα κόμματα εξουσίας και το ιδιοποιημένο απ’ αυτά κράτος, μαζί, προφανώς, και με τους «πόρους» της χώρας. Εξέπεσε, εκφυλίστηκε και μεταλλάχτηκε σε «νομή της εξουσίας» απ’ τον τρόπο διαχείρισής της και με ευθύνη των διαχειριστών της, όπως η διαχειριστική νομή κορυφώθηκε απ’ τη μέσα των δεκαετιών της Μεταπολίτευσης και εντεύθεν. Κι είναι ιδιαιτέρως κρίσιμη η μελέτη της προϊούσας πορείας αυτής της μοιραίας έκπτωσης της πολιτικής σε «διαχειριστική νομή» της εξουσίας.

Με το βαθύτερο «γιατί» αυτής της έκπτωσης, αναγόμενο και στις χρόνιες παθογένειες της πολιτείας μας και της κοινωνίας μας, να πρέπει πρωτίστως να συνδεθεί με το επίσης χρόνιο πολιτιστικό μας πρόβλημα, υπό την έννοια της μακράς και επικινδύνως έρπουσας πνευματικής, ηθικής, αξιακής και εντέλει ταυτοτικής μας κρίσης. Που, αγγίζοντας το ίδιο το πολιτιστικό μας κύτταρο, απειλεί, σαν τη σκουριά το σίδερο, την υπαρξιακή εθνο/ταυτοτική μας υπόσταση. Την οποία και σώζουν, ως τώρα, τα αξιακά αντισώματα του παραδοσιακού πολιτιστικού μας προτύπου και οι συνακόλουθές τους αξιακές αντοχές του λαού μας. Κι είναι ιδιαζόντως χαρακτηριστική η απουσία χάραξης εθνικής πολιτιστικής στρατηγικής καθ’ όλη τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης. Αρχής γενομένης απ’ την ίδια τη «στρατηγική αρχιτεκτόνηση» Καραμανλή, που «μετέθεσε» τη λύση κι αυτού του ζητήματος στην τα πάντα θεραπεύουσα ευρωπαϊκή πορεία της χώρας (ο… αυτόματος πιλότος!). Μια απουσία, όμως, που βαρύνει όλο το πολιτικό φάσμα. Μηδέ εξαιρουμένης της δισυπόστατης «Πασοκικής Αλλαγής», τόσο υπό την «σοσιαλιστική» όσο και υπό την «εκσυγχρονιστική» της εκδοχή. Αλλά ούτε και της πληθυντικής Αριστεράς, απ’ την αντιπολιτευτική όχθη της. Όπου όλες οι ιδεολογικές μεταμορφώσεις της, παραδοσιακής ή ανανεωτικής κοπής, όπως δείχνει ο αρκούντως «μεταφυσικός» προγραμματικός τους λόγος, αδυνατούν να γειωθούν στις υπαρξιακές απαιτήσεις της ελληνικής πολιτιστικής ιθαγένειας.

Τούτου δοθέντος, σε όλη τη Μεταπολίτευση πορευτήκαμε χωρίς εθνική πολιτιστική στρατηγική βάθους και προοπτικής. Που σημαίνει χωρίς εθνική πυξίδα αυτόνομου πολιτιστικού προσανατολισμού στους ομιχλώδεις καιρούς της νεοταξικής παγκοσμιοποίησης. Όπως δείχνει κι η ταυτοτική μας αμηχανία: τόσο στην ταλανιστική μας σχέση με την ιστορική συνέχεια και με τις κορυφώσεις του πνευματικού μας παρελθόντος (Αρχαιότητα – Βυζάντιο!) όσο και στον επίσης ταλανιστικό επαμφοτερισμό μας μεταξύ «Δύσης» και «Ανατολής». Που κάθε άλλο παρά υπερκεράστηκε με τη συγχέουσα τα όρια ευρωπαϊκότητας και ευρω/προσαρτηματικότητας στρατηγική του ευρωπαϊκού μας προσανατολισμού. Κι όπως, πολύ περισσότερο, δείχνει η άλλη πλευρά της απουσίας πολιτιστικής στρατηγικής, που είναι ο σταδιακός κλονισμός ή και το αναποδογύρισμα της όποιας παραδοσιακής κλίμακας αξιών είχε η ελληνική κοινωνία. Έτσι που να επέλθει η «πλήρης» παράδοση στο καταναλωτικό πρότυπο ζωής και η κατίσχυση της καταναλωτικής κλίμακας αξιών, με όλες τις μοιραίες εξαχρειωτικές της επιπτώσεις σε πολιτική, πολιτεία και κοινωνία. Όπου η πολιτική, ως διευθύνουσα λειτουργία, «πασών κυριωτάτη και πάσας τας άλλας περιέχουσα», είναι και η πρώτη, προφανώς δια των «λειτουργών» της, στον καταμερισμό των ευθυνών γι’ αυτή την εξαχρείωση. Όχι πως μπορούσε η ελληνική κοινωνία να κρατηθεί μακριά απ’ τις ταχύτατα παγκοσμιοποιούμενες καταναλωτικές ροπές. Μπορούσε, όμως, αν βοηθούσε σ’ αυτό η ηγεσία της, να προβάλλει τις πολιτιστικές της αντιστάσεις, συνδυασμένες με μελετημένες πολιτικές εκλογίκευσης και ανάσχεσης του ακραίου καταναλωτισμού, της αρπακτικής κτητικότητας και του «αγροίκου πλουτισμού» (Αδ. Πεπελάσης).

Όπως, όμως, δείχνει η Χρεοκοπία, κάθε άλλο παρά βοήθησε, αν δεν ήταν και η… μηχανοδηγός της εκπτωτικής πορείας. Καθώς:

α) Δεν αντιμετώπισε, τόσο στην αρχή όσο και κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης, την εθνική πολιτιστική αμηχανία μας, χαράσσοντας, πρωτίστως, μακράς πνοής εθνική πολιτιστική στρατηγική. Έτσι ώστε να μη βαδίζουμε χωρίς εθνική πολιτιστική πυξίδα στους δύσκολους νεοταξικούς καιρούς μας. Κι ούτε λόγος πως, με μια αυτόνομη πολιτιστική στρατηγική, θα διεμβολίζαμε το παγιδευτικό δίπολο του νοσηρού ελληνοκεντρισμού και του νοσηρού αντι/ελληνικοκεντρισμού, που τόσο μας ταλάνισε και μας ταλανίζει ως εθνική συλλογικότητα.

β) Δεν έβαλε φρένο στον καταναλωτικό κατήφορο, αξιοποιώντας την αξιακή παρακαταθήκη του «λιτού βίου» των Ελλήνων, όπως και τη συνακόλουθή του «μεσογειακή διατροφή», που δεν έχει καμιά σχέση με τις βάρβαρες «πολιτικές λιτότητας» του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Οπότε, μοιραία, δεν έβαλε φρένο και στη συντρέχουσα ηθική εξαχρείωση της πολιτικής, της πολιτείας και της κοινωνίας μας.

γ) Δεν έλυσε το πρόβλημα παιδείας, με απολύτως προέχον το ξεκαθάρισμα της «φιλοσοφίας» της, που είναι ο εκ των ων ουκ άνευ όρος της πολιτιστικο/ταυτοτικής μας άμυνας, σε τούτους τους δύσκολους καιρούς της νεοταξικής παγκοσμιοποιητικής ισοπέδωσης και σε συνδυασμό, εννοείται, πάντοτε με τη διαρκή προγραμματική της ανανέωση και τον επίσης διαρκή θεσμικό της εκσυγχρονισμό. Με την κακοδαιμονία, μάλιστα, να συνεχίζεται και στην τελευταία υποτιθέμενη Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση (Κεραμέως), όπου είναι πρόδηλος ο εκδυτικισμός του σκοπού της (προτακτική, μεταξύ άλλων, η υπαγωγή της στις χρησιμοθηρικές απαιτήσεις της… αγοράς!).

δ) Δεν αντιμετώπισε, συνακολούθως, την πολύμορφη «δυτική υποκουλτούρα», μαζί με την…. ναρκο/κουλτούρα, απολύτως συναρτημένη με το καταναλωτικό πρότυπο ζωής και την υλικο/ευδαιμονιστική φιλοσοφία του, όπως αυτή διαχύθηκε στον οργανισμό της ελληνικής κοινωνίας, οξειδώνοντας τους αρμούς της και προκαλώντας τη μεγαλύτερη διάβρωση στην αξιακή βάση του παραδοσιακού πολιτιστικού της προτύπου.

Που, εντέλει, σημαίνει πως έχει και την κύρια ευθύνη ( η πολιτική: δια των «λειτουργών» της!) τόσο της Χρεοκοπίας όσο και της μετανεωτερικής αποικιοποίησης του Τόπου μας.

Κι όσο μεγάλη ήταν η ευκαιρία της Μεταπολίτευσης για την ενδυνάμωσή μας τόσο μεγαλύτερη είναι και η ευθύνη όλων εκείνων που τη διαχειρίστηκαν για την τελική της έκβαση.

Γιατί ήταν απ’ τις μεγαλύτερες ευκαιρίες μας, αν υπολογίσουμε, με αντικειμενικά μέτρα και σταθμά, τους μείζονες προνομιακούς της όρους, όπως: Πρώτον, την ειρήνη, καθώς οι δεκαετίες της είναι απ τις πιο μακρές ειρηνικές περιόδους στη νεότερη ιστορία μας. Δεύτερον, τη δημοκρατία (δυτικού τύπου), με την επίσης μακρά εδραίωση του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος και την απρόσκοπτη εναλλαγή των κομματικών επιλογών του λαού στη διαχείριση της εξουσίας. Τρίτον, τέλος, την «Ευρώπη», με τα… πακέτα της και όχι μόνο, που ήταν και η μεγάλη στρατηγική μας επιλογή, κάτι σαν νέα «μεγάλη ιδέα» μας, όπως κι αν αναγνωστεί. Το πώς, όμως, αυτό το προνομιακό άθροισμα: Ειρήνη+Δημοκρατία+«Ευρώπη» το κατέστησαν ελλειμματικό οι «υποκειμενικές αδυναμίες» μας, με πρωταγωνίστρια τη δικομματική συνυπαιτία: ΝΔ-Πα.Σο.Κ, είναι ένα ζήτημα που απαιτεί την εις βάθος θεώρησή του, με αυτοκριτική γενναιότητα, από όλους μας. Καθώς δεν ευθύνονται κάποιοι «άλλοι», πέρα από… μας. Κι ούτε υπάρχουν παντελώς «αθώοι του αίματος», όπως, επί παραδείγματι, η κοινωνία και οι απλοί πολίτες, ή, ακόμη-ακόμη, το εκτός διαχειριστικού συστήματος πολιτικό μας «κομμάτι». Έστω κι αν είναι άλλες, που προφανώς και είναι, οι εξ υποκειμένου και άλλες οι εξ αντικειμένου ευθύνες στο συμπεριληπτικό εθνικό «εμείς». Όπως και είναι άλλες οι ευθύνες της πολιτικής ηγεσίας απ’ τις ευθύνες των πολιτών, προπαντός των… απλών πολιτών. Που, όμως, σε κάθε περίπτωση, για να παραφράσουμε με στίχο του Ναζίμ Χικμέτ: «Φταίνε κι αυτοί καμπόσο» (1).

Ολοκληρώνω τούτη την απόπειρα θεώρησης της πολύ σύνθετης σχέσης: «ΜεταπολίτευσηΧρεοκοπίαΜετανεωτερική αποικιοποίηση,», τονίζοντας: α) Αφενός, πως συνιστά πρόκληση η υμνητική αναφορά στα θαυμαστά… κεκτημένα της Μεταπολίτευσης, προσπερνώντας, σαν να μην υπήρξαν: τη Χρεοκοπία και τη Μετανεωτερική αποικιοποίηση της δύσμοιρης χώρας μας. Όπως, πρωτίστως είναι πρόκληση η προσπάθεια εδραίωσης της «κίβδηλης κανονικότητας» και «απενοχοποιητικής αποκατάστασης» των ενόχων και συνενόχων για την νεο/αποικιακή προτεκτορατοποίησή μας. Που, με περισσή, μάλιστα, θρασύτητα, διεκδικούν και εύσημα για τα εκπτωτικά της εθνικής μας μοίρας… κατορθώματά τους. β) Αφετέρου, πως συνιστά κατεπείγουσα αναγκαιότητα η χάραξη και η πραγμάτωση μακρόπνοης εθνικής στρατηγικής, με στέρεη πολιτιστική θεμελίωση. Που, όντας ανεξαρτησιακήανορθωτική και αναγεννητική, θα στοχεύει: Τόσο στην εκρίζωση του μεταμοντέρνου νεο/αποικιακού πλέγματος της επικυρίαρχης «υπερεξουσίας» του Τόπου μας και στην ανάσχεση, με μακράς πνοής παρεμβάσεις, του παρακμιακού κατήφορου, που απειλεί την υπαρξιακή μας θεμελίωση και την υπαρξιακή μας υπόσταση. Προφανώς, συνειδητοποιώντας την ασφυκτική οριακότητα των καιρών για την ιστορική εθνική μας συλλογικότητα.

Y.γ.: Με την αντιμετώπιση, μαζί με όλα αυτά, του πολύ κακού μας γείτονα, που έχει… αφηνιάσει, να είναι η μεγάλη εθνική μας έγνοια. Με έλλογη, πάντοτε, αποφασιστικότητα και με όλες μας τις δυνάμεις. Χωρίς, εννοείται, πολιτικές «λογικές»: αυτο/παγιδευτικού «κατευνασμού» και ανανο/πρεσπικού «συμβιβασμού». Καθώς, η Τουρκία της «Γαλάζιας Πατρίδας», που είναι ψευδώνυμο του «Ζωτικού Χώρου» (Χίτλερ), ούτε «εξημερώνεται» ούτε «χορταίνει» με «ψευδώνυμες συνεκμεταλλεύσεις» στο Αιγαίο» και «ανανικά τετελεσμένα» στο Κυπριακό!.-Παραπομπές

1) Ναζίμ Χιμτέτ: «Όμως κι εσύ, αδερφέ μου, φταις καμπόσο». (Απ’ το ποίημα: Το πιο παράδοξο από όλα τα πλάσματα. Σε μετάφραση Γιάννη Ρίτσου)