Η εξέλιξη των δεικτών γονιμότητας μετά το baby boom (1970-2023) στις ευρωπαϊκές χώρες

Αναδημοσιεύουμε το Δελτίο 7 του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών σχετικά με την εξέλιξη των δεικτών γονιμότητας στην Ευρώπη μετά το baby boom του 1970 έως το 2023. Μπορείτε να διαβάσετε το πλήρες άρθρο εδώ: https://indemography.gr/focus-7-2025-i-exelixi-ton-deikton-gonimotitas-meta-to-baby-boom-1970-2023-stis-evropaikes-chores/

 

Βύρων Κοτζαμάνης & Αναστασία Κωστάκη

Οι υψηλοί ετήσιοι δείκτες γονιμότητας1 των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών στις ευρωπαϊκές χώρες (>2,5 παιδιά/γυναίκα), δείκτες που αποτυπώνουν στις περισσότερες από τις χώρες αυτές την ταχεία αύξηση της γονιμότητας των γενεών του μεσοπολέμου (την αύξηση δηλαδή του αριθμού των παιδιών που απέκτησαν οι γενεές αυτές σε σύγκριση με τις γενεές που γεννήθηκαν πριν το 1918), αποτελούν πλέον μακρινό παρελθόν. Οι συγχρονικοί αυτοί δείκτες μετά τα τέλη της δεκαετίας του
’60 αρχίζουν να συρρικνώνονται και το 2022 και 2023 στις περισσότερες από τις ευρωπαϊκές χώρες οι τιμές που λαμβάνουν είναι <=1,5 παιδιά/γυναίκα. Η πτώση αυτή αποτυπώνει την μικρότερη ή μεγαλύτερη μείωση της γονιμότητας στις μεταπολεμικές γενεές και την σχεδόν ταυτόχρονη αύξηση της μέσης ηλικίας στην απόκτηση των παιδιών τους. Οι ιδιαίτερα δε χαμηλές τιμές των ετήσιων δεικτών το 2022 και 2023 σε μια ομάδα χωρών, όπου δεν είχαν καταγραφεί μεταπολεμικά ποτέ
τέτοιες τιμές, προβληματίζουν έντονα την κοινή γνώμη, ενώ, όλο και συχνότερα, σε μια δεύτερη ομάδα χωρών που δεν είχαν ή δε έχουν ακόμη δημιουργήσει ένα ευνοϊκό περιβάλλον για την οικογένεια και το παιδί, διατυπώνεται συχνά η άποψη ότι οι πολιτικές που υιοθετήθηκαν από τις χώρες της πρώτης ομάδας δεν ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικές ενώ, ταυτόχρονα, αποδίδεται υπερβαρής ρόλος στις επελθούσες τις τελευταίες δεκαετίες σημαντικές αλλαγές σε πλήθος πεδίων2, αλλαγές που δεν επαρκούν όμως -κατά τη γνώμη μας- για να ερμηνεύσουμε τις μετά το 1970 έντονες διαφοροποιήσεις της πορείας της συγχρονικής γονιμότητας στο εσωτερικό της Ευρώπης.

Στο σύντομο αυτό άρθρο εξετάζουμε την πορεία των ετήσιων δεικτών σε 30 ευρωπαϊκές χώρες από το 1970 έως και το 2023 (54 συνεχόμενα έτη) ταξινομώντας τις χώρες αυτές με βάση τον αριθμό των ετών που οι τιμές των δεικτών τους ήταν ιδιαίτερα χαμηλές (<=1,5 παιδιά/γυναίκα). Είναι προφανές δε ότι όσο περισσότερα χρόνια καταγράφονται σε μια χώρα τέτοιες τιμές, τόσο και η πτώση της διαγενεακής γονιμότητας (του αριθμού δηλ. των παιδιών που απέκτησαν οι γενεές που γεννήθηκαν μετά το 1945) είναι εντονότερη. Από τη ανάλυση των δεδομένων (Γράφημα 1) προκύπτει ότι μια σχεδόν στις τρεις χώρες (σε 10 από τις 30) είτε οι ετήσιοι δείκτες δεν έπεσαν ποτέ κάτω από τα 1,5 παιδιά/γυναίκα (Γαλλία και Ισλανδία), είτε, όπως στο Βέλγιο, Ιρλανδία, Νορβηγία, Σουηδία, Ολλανδία, Δανία και Φιλανδία και Εσθονία ο αριθμός των ετών όπου καταγράφονται τόσο χαμηλές τιμές ήταν εξαιρετικά περιορισμένος (λιγότερα από 15 από τα 54 εξεταζόμενα έτη). Στο άλλο άκρο όμως πέντε χώρες (Αυστρία, Ελλάδα, Ισπανία, Ιταλία και Γερμανία) χαρακτηρίζονται από πολύ χαμηλούς ετήσιους δείκτες για πάρα πολλά χρόνια (35 ή και περισσότερα από τα 54 εξεταζόμενα).

Το ευρύτερο περιβάλλον για την δημιουργία οικογένειας και την απόκτηση απογόνων στις μεταπολεμικές γενεές που διένυσαν την μετά το 1970 περίοδο σε ηλικία απόκτησης παιδιών έχει φυσικά αλλάξει σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, με αποτέλεσμα να καταγράφεται -αν και με διαφοροποιημένους ρυθμούς- παντού: έξαρση του ατομικισμού και ανάδυση μιας επιθυμίας για αυτό-εκπλήρωση, αστικοποίηση και μείωση του αγροτικού πληθυσμού, μαζική είσοδος της γυναίκας στην αγορά εργασίας και άμβλυνση της εξάρτισής της από το άλλο φύλο, αύξηση του χρόνου παραμονής στο εκπαιδευτικό σύστημα, δυσκολίες – στις γυναίκες ιδιαίτερα – για έναν ικανοποιητικό συνδυασμό οικογενειακής ζωής και επαγγελματικής σταδιοδρομίας, έμφυλες διακρίσεις, αύξηση του κόστους μεγαλώματος των παιδιών, διάχυση σύγχρονων και αποτελεσματικών μεθόδων αντισύλληψης, και, στις νεότερες γενεές αυξανόμενες δυσκολίες σταθερής ένταξης στην αγορά εργασίας και πρόσβασης σε κατοικία. Οι αλλαγές αυτές συνοδεύτηκαν δε και από τον ανάδυση ενός νέου οικογενειακού μοντέλου ιδιαίτερα εύθραυστου, εξ ου και η ταχύτατη αύξηση των διαζυγίων και των μονογονεϊκών οικογενειών. Έτσι, σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες έχουμε μια μικρότερη η μεγαλύτερη μείωση του αριθμού των παιδιών που αποκτούν οι γενεές που γεννήθηκαν μετά το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, και, ταυτόχρονα μια αύξηση της μέσης ηλικίας στην απόκτησή τους. Από όλες όμως τις διαθέσιμες έρευνες, προκύπτει ότι, παρόλα αυτά, σε όλες σχεδόν τις χώρες αυτές (με εξαίρεση την Γερμανία, την Αυστρία και την Ελβετία) οι γυναίκες που γεννήθηκαν από το 1952 έως και το 1982 επιθυμούσαν να αποκτήσουν περισσότερα από 2 παιδιά κατά μέσο όρο (λίγο περισσότερα αυτές που γεννήθηκαν το 1952,
λίγο λιγότερες όσες γεννήθηκαν 30 χρόνια αργότερα). Δεν είναι δε τυχαίο ότι στις χώρες εκείνες όπου τα τελευταία 54 χρόνια είτε οι δείκτες γονιμότητας ήταν πάντοτε υψηλότεροι των 1,5 παιδιών/γυναίκα (π.χ η Γαλλία, Γράφημα 2 ) είτε καταγράφεται ένας πολύ περιορισμένος αριθμός ετών (λιγότερα από 15) με τόσο χαμηλούς δείκτες είναι κυρίως χώρες που έλαβαν έγκαιρα υπόψη τις προαναφερθείσες αλλαγές αναπτύσσοντας, εκτός των άλλων, και στοχευμένες πολιτικές για την στήριξη της οικογένειας και του παιδιού.

Δεν είναι ακόμη τυχαίο ότι οι χώρες στις οποίες καταγράφονται πολύ χαμηλές τιμές δεικτών για 35 ή και περισσότερα ακόμη χρόνια είναι συνήθως χώρες όπως π.χ η Ελλάδα ή ακόμη η Ιταλία (Γράφημα 2) που δεν έλαβαν υπόψη τις αλλαγές που αναφέραμε και δεν υιοθέτησαν έγκαιρα αντίστοιχα μέτρα και πολιτικές με αποτέλεσμα οι ετήσιοι δείκτες τους να κινούνται επι μακρόν ανάμεσα στα 1,2 και 1,5 παιδιά, γεγονός που αποτυπώνεται και στην ταχεία μείωση στις χώρες αυτές όχι μόνον των γεννήσεων αλλά και του αριθμού των παιδιών ανάμεσα στις γυναίκες που γεννήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του’50 και σε αυτές που γεννήθηκαν τρεις δεκαετίες αργότερα (βλ. και FOCUS 6, 2025, «Ο αριθμός παιδιών που έκαναν οι γενεές που γεννηθήκαν στις αρχές του 1950 και του 1980 στις Ευρωπαϊκές χώρες: πτωτική πορεία αλλά με εξαιρετικά διαφοροποιημένους ρυθμούς» ΕΔΩ).

1 Ο ετήσιος ή συγχρονικός δείκτης γονιμότητας. Ο δείκτης προκύπτει από το άθροισμα των ποσοστών γονιμότητας των γυναικών που την χρονιά αυτή γέννησαν ένα παιδί, αθροίζοντας δηλαδή το ποσοστό γονιμότητας των γυναικών που γέννησαν στα 15 τους + το ποσοστό γονιμότητας αυτών που γέννησαν στα 16 τους + …..+ το ποσοστό των γυναικών στη τελευταία αναπαραγωγική τους ηλικία (συνήθως τα 49 έτη). Είναι δε προφανές ότι οι γυναίκες που τεκνοποιούν σε διαφορετικές ηλικίες ένα συγκεκριμένο έτος δεν γεννήθηκαν όλες το έτος αυτό και. κατ’ επέκταση ανήκουν σε διαφορετικές γενεές. Όσες πχ. έφεραν στον κόσμο ένα παιδί το 2023 έχοντας ηλικία 15 ετών γεννήθηκαν 15 χρόνια πριν (γενεά του 2008), όσες έκανα ένα παιδί στα 16 τους το 2007 (γενεά του 2007)κοκ. Ο δείκτης αυτός επομένως δίδει τον αριθμό των παιδιών που θα αποκτούσε μια πλασματική γενεά γυναικών η οποία, αν υπήρχε, θα ακολουθούσε το πρότυπο τεκνογονίας της χρονιάς αυτής. Αποτυπώνει επομένως την αναπαραγωγική συμπεριφορά όχι μιας πραγματικής γενεάς, αλλά 35 διαφορετικών γενεών γυναικών που γεννήθηκαν από 15 έως 49 χρόνια πριν. Για το λόγο δε αυτό απαιτείται και ιδιαίτερη προσοχή στην ερμηνεία του. Για παράδειγμα, αν ο δείκτης αυτός για την Γαλλία ήταν το 1994 ή ακόμη 2023 1,6 παιδιά/γυναίκα η ερμηνεία του είναι η εξής: αν υπήρχε μια υποθετική γενεά 1000 γυναικών στη Γαλλία που στη διάρκεια της αναπαραγωγικής της ζωής (από τα 15 έως και τα 49 της έτη) υιοθετούσε την αναπαραγωγική συμπεριφορά των γυναικών 15, 16, 17…. 49 ετών που τεκνοποίησαν το 1994 ή ακόμη το 2023 στη χώρα αυτή, η υποθετική αυτή γενεά των 1000 γυναικών θα έκανε κατά μέσο όρο 1600 παιδιά (ή 1,60 παιδιά/γυναίκα). Θα ήταν όμως παράδοξο με βάση τα προαναφερθέντα να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι οι Γαλλίδες (ποιες;) έκαναν κατά μέσο όρο 1,6 παιδιά/γυναίκα. Μεταφορικά, και απλοποιώντας στο μέγιστο,για να επανέλθουμε και στην περίοδο που εξετάζουμε (54 χρόνια) θα ήταν σαν να διανύαμε οδηγώντας μια απόσταση 54 χιλιομέτρων και σε κάθε χιλιόμετρο ένα ραντάρ καταγράφει την ταχύτητά μας, ταχύτητα που δεν είναι σταθερή σε όλη την διαδρομή. Είναι προφανές ότι ένας παρατηρητής που μας έβλεπε να τρέχουμε με 27 χιλ./ώρα στο 10ο χιλιόμετρο της διαδρομής δεν θα μπορούσε να ισχυρισθεί με βεβαιότητα ότι θα διανύσουμε την απόσταση των 54 χιλ. σε 2 ώρες, όπως δεν θα μπορούσε να ισχυρισθεί ότι θα διανύσουμε την ίδια απόσταση σε 1 ώρα ένας άλλος που θα μας κατέγραφε στο 40ο χιλ. να κινούμαστε με 54 χιλ. Είναι όμως εξίσου προφανές ότι αν στο μεγαλύτερο διάστημα της διαδρομής οδηγούσαμε με +-30 χιλ. δεν θα κάναμε ούτε 1 ούτε 3 ώρες για να διανύσουμε την απόσταση των 54 χιλιομέτρων, αλλά +-2 ώρες . Έτσι, επανερχόμενοι στο θέμα μας, θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε βάσιμα ότι όταν σε μια χώρα οι ετήσιοι δείκτες ανάμεσα στο 1970 και το 2023 για πάρα πολλά χρόνια κυμαίνονται από 1,2 έως 1,5 παιδιά/γυναίκα οι γενεές των γυναικών της χώρας αυτής έχουν κάνει κατά μέσο όρο πολύ λιγότερα παιδιά από μια χώρα στην οποία οι ίδιοι δείκτες για τα περισσότερα χρόνια κυμαίνονται με μικρές αυξομειώσεις από 1,7 – 2 παιδιά.
2 «Βρισκόμαστε ενώπιον ενός παράδοξου που επαναλαμβάνεται σε κάθε ανεπτυγμένη χώρα: ονομάζεται ‘το δημογραφικό παράδοξο της ευημερίας’”. Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Πως όσο αυξάνεται το εισόδημα, η οικονομική σταθερότητα και το προσδόκιμο ζωής, πρωτίστως στο δυτικό κόσμο, τόσο μειώνεται η επιθυμία -ή η δυνατότητα- των ανθρώπων να φέρουν παιδιά στον κόσμο» ανέφερε πρόσφατα στην ομιλία του ο υπουργός Επικρατείας Α. Σκέρτσος στο συνέδριο «Δημογραφικό 2025». Οι ετήσιοι όμως δείκτες την τελευταία εικοσιπενταετία στην Ελβετία και το Λουξεμβούργο ελάχιστα διαφέρουν από αυτούς της Σερβίας παρόλο που οι δυο πρώτες έχουν το 2023 υπερτριπλάσιο ΑΕΠ/κάτοικο σε συγκρίσιμες τιμές (PPA) από αυτό της πρώτης (90,1 και 98,5 χιλ. $ έναντι μόλις 25,9 χιλ.). Ταυτόχρονα, οι ετήσιοι δείκτες της Ισλανδίας το ΑΕΠ/κάτοικο της οποίας ελάχιστα διαφέρει από αυτό της Γερμανίας κυμάνθηκαν από 2,2 (μέγιστο, 1993) έως 1,7 παιδιά/γυναίκα (ελάχιστο, 2023) ενώ αυτοί της Γερμανίας, την ίδια περίοδο- με εξαίρεση το 2016-21 (εγκατάσταση προσφύγων) δεν ξεπέρασαν ποτέ το 1,5 παιδία/γυναίκα.

Μοιραστείτε το κείμενο:

Description

Σχετικά άρθρα