Δημοσιεύουμε το κείμενο της ομιλίας της Προέδρου του Επιμελητηρίου Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητος, Αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας ε.τ. κυρίας Μαρίας Καραμανώφ, κατά την ανακήρυξή της σε επίτιμο μέλος του Διοικητικού Επιμελητηρίου στις 24 Μαρτίου 2023. Το κείμενο αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία. Εκφωνήθηκε λίγες ημέρες μετά το έγκλημα των Τεμπών (28/2/2023). Αναφέρεται στο κρίσιμο ζήτημα της λειτουργίας και του ρόλου της Δημόσιας Διοίκησης και της εξέλιξής της στις σύγχρονες συνθήκες της χώρας μας. Επιπλέον, απευθύνεται σε επιστήμονες και στελέχη που έχουν θητεύσει στο χώρο της Δημόσιας Διοίκησης. Διαβάζοντας την ομιλία της κ. Μαρίας Καραμανώφ ακόμα κι όποιος δεν έχει ιδιαίτερη γνώση για αυτό τον κρίσιμο τομέα του κράτους, αποκτά μια γενική και απαραίτητη θεώρηση του ρόλου αλλά και της υποβάθμισής της μέσα από τις εφαρμοζόμενες πολιτικές και αναδιαρθρώσεις.
***
Η τραγωδία που εκτυλίχθηκε στις αρχές του μήνα υπαγόρευσε, μπορώ να πω, τις σκέψεις που θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας σήμερα. Γιατί δεν είναι μόνο μια τραγωδία ανθρώπινη που μας συγκλονίζει όλους, είναι και μια τραγική διοικητική αποτυχία. Δεν είναι η μόνη, δεν είναι η πρώτη και όλοι φοβόμαστε ότι δεν θα είναι και η τελευταία. Έχουν προηγηθεί πολλές, οι γνωστές και εξίσου συνταρακτικές, αλλά και αμέτρητες άλλες διαδραματίζονται αθόρυβα γύρω μας καθημερινά με θύματα, πέρα από την ανθρώπινη ζωή, τη φύση και το περιβάλλον, την υγεία, τις εργασιακές συνθήκες και όλα γενικώς τα έννομα αγαθά που υποστηρίζουν αυτό που λέμε ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Η ένταση και η συχνότητα με την οποία σωρεύονται αυτές οι μικρές και μεγάλες τραγωδίες έρχονται να κλονίσουν την πεποίθηση με την οποία εμείς μεν οι παλιότεροι μεγαλώσαμε, αλλά σήμερα η νέα γενιά φαίνεται να αμφισβητεί όλο και περισσότερο: ότι ζούμε σε ένα κράτος ταγμένο να μετατρέπει σε καθημερινή πραγματικότητα τις έννομες αξίες που κατοχυρώνει το Σύνταγμά μας, ένα κράτος οργανωμένο κατάλληλα ώστε να λύνει τα δημόσια προβλήματα αποκλειστικά και μόνο προς το δημόσιο συμφέρον, ένα κράτος υπεύθυνο για τις αποφάσεις του και υπόλογο για τα σφάλματά του.
Δεν μιλάμε για οποιαδήποτε μορφή κράτους, ούτε για την απόλυτη μοναρχία του απώτατου παρελθόντος ούτε για το κράτος νυχτοφύλακα του 19ου αιώνα. Μιλάμε για το σύγχρονο δημοκρατικό κράτος Δικαίου και Πρόνοιας, το μεγαλύτερο επίτευγμα του ανθρώπου στην αναζήτηση του άγιου δισκοπότηρου που κρύβει μέσα του τα μυστικά για τη λύση των προβλημάτων μας. Η διαδρομή από την υπερβατική σοφία των μάγων και την εμπειρία των γερόντων, τη δύναμη του ισχυρού, το αλάθητο του ελέω θεού μονάρχη και την έμπνευση του χαρισματικού ηγέτη μέχρι εδώ που βρισκόμαστε σήμερα, δεν ήταν εύκολη ούτε ευθεία. Για να φτάσουμε στο σημερινό συνταγματικό μοντέλο δεν χρειάστηκαν μόνο αγώνες, θυσίες και πολυτάραχοι αιώνες ηθικής, φιλοσοφικής και πολιτικής εξέλιξης. Χρειάστηκε και τεράστιος επιστημονικός μόχθος για να περάσουμε από τον Αριστοτέλη, τον Μοντεσκιέ, τον ντε Τοκβίλ και τον Μαξ Βέμπερ στη σημερινή διοικητική επιστήμη που έχει ως αντικείμενο την οργάνωση και λειτουργία του σύγχρονου δημοκρατικού Κράτους Δικαίου και Πρόνοιας. Το Κράτος, του οποίου εδώ και αρκετές δεκαετίες αμφισβητείται ακόμα και η ίδια η ανάγκη ύπαρξης και υποσκάπτονται μεθοδικά τα θεμέλια ενώ ταυτόχρονα, και αυτό είναι το οξύμωρο, θρηνούμε και οργιζόμαστε γιατί δεν επιτελεί τον σκοπό του.
Για να είμαι ακριβής, το πρότυπο του κράτους, έτσι όπως αποτυπώνεται στα σύγχρονα Συντάγματα, δεν το αμφισβητεί κανείς, τουλάχιστον προς το παρόν και τουλάχιστον ανοιχτά. Όλοι συμφωνούν ότι τα ατομικά, κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα που κατοχυρώνουν τα δημοκρατικά αυτά Συντάγματα, είναι οικουμενικά, ισχύουν για όλους και εκφράζουν όλες τις πτυχές της ουσιαστικής δικαιοσύνης. Κανείς σήμερα δεν αρνείται ότι ο μόνος αρμόδιος να αποφασίζει για τα δημόσια προβλήματα είναι ο λαός μέσω των εκλεγμένων αντιπροσώπων του. Κανείς δεν αμφισβητεί ότι η Δικαιοσύνη πρέπει να είναι ανεξάρτητη και οι αποφάσεις της απολύτως σεβαστές. Αυτά είναι όλα ξεκάθαρα. Εκεί που τις τελευταίες δεκαετίες επικρατεί μια μεγάλη, για να το πω επιεικώς, σύγχυση, είναι σχετικά με τη λειτουργία και το ρόλο της Δημόσιας Διοίκησης. Αυτής της λιγότερο λαμπερής από τις άλλες δύο εξουσίες, η οποία όμως σηκώνει πράγματι το μεγαλύτερο βάρος σε αυτό που λέγεται «διαδικασία λήψεως των δημοσίων αποφάσεων». Γιατί στην ουσία από αυτήν εξαρτάται η καλή λειτουργία και αποτελεσματικότητα των άλλων δύο. Η Βουλή νομοθετεί, αλλά τα νομοσχέδια τα ετοιμάζουν (τουλάχιστον κατά το Σύνταγμα, η πράξη είναι άλλο θέμα) τα αρμόδια Υπουργεία, δηλ. τα επαγγελματικά και έμπειρα στελέχη της Δημόσιας Διοίκησης, τα οποία δεσμεύονται μεν από την πολιτική του εκάστοτε Υπουργού, αλλά είναι τα μόνα που γνωρίζουν σε βάθος το κάθε αντικείμενο, τη σχέση του με τις άλλες δημόσιες πολιτικές, την ανάγκη ενσωμάτωσής του στη νομοθεσία και τα αντικειμενικά όρια κάθε καινοτόμου ιδέας. Σ’ αυτούς στηρίζεται ο Υπουργός για να πετύχει και αυτούς μέμφεται όταν αποτυγχάνει.
Η Δικαιοσύνη, από την πλευρά της, ελέγχει και ακυρώνει τα σφάλματα που συμβαίνουν στη νομική διαδρομή που ξεκινά από το Σύνταγμα και μέσω του νόμου καταλήγει στην κανονιστική και την ατομική διοικητική πράξη. Από τη φύση της, όμως, η παρέμβαση της Δικαιοσύνης δεν μπορεί παρά να είναι αποσπασματική. Η Δικαιοσύνη δεν προλαβαίνει αλλά ούτε και δικαιούται να υποκαθιστά τη Διοίκηση. Η Δικαιοσύνη εξ ορισμού είναι σύστημα ελέγχου. Η λειτουργία του ελέγχου είναι να διορθώνει τα σφάλματα και να αποκαθιστά τη λειτουργία ενός συστήματος, υπό την προϋπόθεση όμως ότι τα σφάλματα είναι λίγα και σποραδικά και το σύστημα λειτουργεί κατ’ αρχήν κανονικά, όχι όμως όταν αυτό είναι τελείως απορυθμισμένο.
Με τα δεδομένα αυτά στη συνείδηση του μέσου πολίτη, αλλά ακόμα και στη γλώσσα των νομικών, όταν λέμε Κράτος εννοούμε κυρίως τη Δημόσια Διοίκηση και τις πολιτικές της κεφαλές, δηλαδή τους Υπουργούς. Σ’ αυτήν στρεφόμαστε για να λύσει τα προβλήματά μας, τα οποία σήμερα είναι περισσότερο πολύπλοκα από ποτέ και τα λάθη επικίνδυνα και μη αναστρέψιμα. Και αυτήν εμπιστευόμαστε, όχι γιατί πιστεύουμε στους υπερβατικούς πολιτικούς μύθους του παρελθόντος. Την εμπιστευόμαστε γιατί το ίδιο το Σύνταγμα την έχει εξοπλίσει με τις απαραίτητες εγγυήσεις ώστε να είναι επαγγελματική, ορθολογική, αντικειμενική και υπόλογη. Με τις γνωστές διατάξεις του άρθρου 26, οι οποίες δεν είναι δεκτικές αναθεώρησης, το Σύνταγμα εγγυάται ότι τους νόμους τους εκτελεί αποκλειστικά και μόνο η Δημόσια Διοίκηση, η οποία πρέπει να έχει την κατάλληλη δομή, λειτουργία και στελέχωση ώστε να ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές και τα πορίσματα της σύγχρονης Διοικητικής Επιστήμης.
Γιατί το Σύνταγμα γνωρίζει καλά ότι η ουσιαστική δικαιοσύνη, δηλαδή η θεραπεία όλων των πτυχών του δημοσίου συμφέροντος, δεν προκύπτει από μόνη της, δεν είναι προϊόν έμπνευσης ούτε επιβολής. Είναι προϊόν μιας σύνθετης διαδικασίας και παράγεται στην πορεία της διαδικασίας αυτής. Οι σύνθετες διοικητικές διαδικασίες δεν προβλέπονται για να ταλαιπωρούν τους πολίτες ούτε για να επικυρώνουν προειλημμένες αποφάσεις. Προβλέπονται γιατί το περιεχόμενο μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να διαμορφώνεται σταδιακά με τη λήψη υπόψη της γνώμης όλων των αρμοδίων φορέων που έχουν σχέση με το συγκεκριμένο πρόβλημα. Η διαδικασία προδικάζει την ουσία. Αν η διοικητική πράξη που θα εκδοθεί τελικά, πληροί πράγματι τα κριτήρια της ουσιαστικής δικαιοσύνης, εξαρτάται σε μέγιστο βαθμό από την ποιότητα της διαδικασίας από την οποία προέκυψε. Διοικητική Διαδικασία και ουσιαστική δικαιοσύνη είναι αλληλένδετες.
ΚΑΙ ΤΟ μεγάλο ερώτημα σήμερα είναι το εξής: Διαθέτει ακόμα η Δημόσια Διοίκηση τη δομή, τις διαδικασίες, τα έμπειρα επαγγελματικά στελέχη και τις αρμοδιότητες ώστε να επιτελεί τον συνταγματικό της ρόλο στη δικαιοπαραγωγική διαδικασία; Η νέα κατάσταση της αποδυνάμωσης, στην οποία έχει περιέλθει εδώ και αρκετές δεκαετίες η ελληνική Δημόσια Διοίκηση είναι πρόοδος ή οπισθοδρόμηση; Αν θέλουμε να προλάβουμε νέες τραγωδίες σε όλα τα πεδία, αυτό είναι το βασικό ερώτημα το οποίο πρέπει να αντιμετωπίσουμε με τη δέουσα επιστημονική σοβαρότητα.
Την απάντηση δεν θα μας τη δώσει ο επιτυχημένος μάνατζερ του ιδιωτικού τομέα ούτε ο θεωρητικός οικονομολόγος της μίας ή της άλλης δημοφιλούς σχολής. Εκείνοι ξέρουν καλά πώς να οδηγήσουν μια επιχείρηση στην κερδοφορία ή έναν ολόκληρο πλανήτη σε περιβαλλοντική χρεωκοπία και καταστροφή. Η δική τους απάντηση θα μπορούσε να συνοψιστεί στη διάσημη φράση του Norquist, ο οποίος εδώ και χρόνια υποστηρίζει ότι «πρέπει να συρρικνώσουμε το κράτος τόσο ώστε να μπορούμε να το πνίξουμε σε μια μπανιέρα». Είναι γεγονός ότι το προσπαθήσαμε με όλα τα μέσα. Τις τελευταίες δεκαετίες το ίδιο το Δίκαιο, δηλ. ο νομοθέτης που οργανώνει το χώρο της Δημόσιας Διοίκησης και τον λεγόμενο ευρύτερο δημόσιο τομέα, έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να το πετύχει. Πώς; Με μια σειρά διαρθρωτικών μέτρων και αλλαγών που διαφημίστηκαν κατά κόρον. Αξίζει να εστιάσουμε στα κυριότερα.
Μέτρο πρώτο. Ο νομοθέτης υποκαθιστά τη Διοίκηση και με τον τρόπο αυτό ουσιαστικά την εξουδετερώνει. Αποφασίζει δηλαδή εκ των προτέρων και κατά το δοκούν το αποτέλεσμα που θα προέκυπτε από την τήρηση της διοικητικής διαδικασίας και με τον τρόπο αυτό παρακάμπτει τις αντιρρήσεις και ενστάσεις που θα προέκυπταν στην πορεία από τα αρμόδια γνωμοδοτικά όργανα αλλά και τη διαβούλευση με τους πολίτες. Με τον τρόπο αυτό, ο νομοθέτης λαμβάνει ο ίδιος μια διοικητική απόφαση, την οποία στη συνέχεια θωρακίζει με τη βούλα του τυπικού νόμου ώστε να είναι δικαστικά απρόσβλητη.
Μέτρο δεύτερο. Η ίδια η Δημόσια Διοίκηση εξουδετερώνεται ως ενιαίο και συνεκτικό σύστημα με τη μέθοδο του κατακερματισμού της. Αποσπώνται διαρκώς από αυτήν όλο και περισσότεροι τομείς για να ανατεθούν σε νεοϊδρυόμενα νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητες αρχές και φορείς, το καθένα με δική του ατζέντα, διοίκηση και διαδικασίες και δικά του καθ’ ύλην αντικείμενα, τα οποία, οργανωτικά και λειτουργικά, δεν έχουν κανένα λόγο να αντιμετωπίζονται αυτοτελώς και αποσπασματικά.
Μέτρο τρίτο. Ιδίως μετά τα Μνημόνια και με πρόσχημα την εξοικονόμηση δαπανών (κάτι που ουδόλως πραγματοποιήθηκε αν λάβει κανείς υπόψη το κόστος των αναθέσεων), η Διοίκηση απογυμνώθηκε, ουσιαστικά εν μία νυκτί, από όλα τα επαγγελματικά στελέχη τα οποία διασφάλιζαν τη συνέχεια, τη μετάδοση της μακρόχρονης εμπειρίας και τη σφαιρική γνώση των αντικειμένων τους και ταυτόχρονα είχαν και την ευθύνη των αποφάσεών τους. Όσοι απέμειναν υφίστανται πανταχόθεν πιέσεις που γίνονται όλο και περισσότερες
Μέτρο τέταρτο και εξαιρετικά σημαντικό: Η Δημόσια Διοίκηση, με όσα στελέχη και μέσα της απέμειναν –για να μην ξεχνάμε και τις ιδιωτικοποιήσεις και το Υπερταμείο– δεν έχει πλέον και πολλά ουσιαστικά πράγματα να κάνει. Η μέθοδος των αναθέσεων, το γνωστό contacting out, από ευχέρεια και εξαίρεση έχει γίνει πλέον ο κανόνας. Ολόκληρο σχεδόν το διοικητικό έργο, όχι μόνο η εκτέλεση των νόμων αλλά και η ίδια η προετοιμασία τους, ο στρατηγικός σχεδιασμός, οι κανονιστικές ρυθμίσεις, τα χωροταξικά και πολεοδομικά σχέδια κ.λπ., ανατίθενται έξω, στον ιδιωτικό τομέα. Οι συνέπειες της πρακτικής αυτής σε σχέση με τη διάσπαση, την επικάλυψη και τη σύγχυση των αρμοδιοτήτων, το κόστος και την αποδόμηση των ευθυνών, είναι γνωστές. Κοινό θύμα όλων αυτών σε επίπεδο διοικητικής επιστήμης είναι η αρμοδιότητα, η οποία αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του κράτους δικαίου και της αρχής της νομιμότητας.
Η πλήρης εξουδετέρωση του περιεχομένου της αρμοδιότητας είναι ίσως το πιο κρίσιμο πλήγμα απ’ όλα. Γιατί η αρμοδιότητα δεν περιορίζεται στην απλή έγκριση και προσυπογραφή μιας απόφασης που έχουν ετοιμάσει κάποιοι άλλοι. Η αρμοδιότητα είναι η σύνθετη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται, προκειμένου το τελικό περιεχόμενο μιας διοικητικής απόφασης να διαμορφώνεται μέσα από διαδοχικά στάδια. Στα στάδια αυτά το κάθε διοικητικό όργανο πρέπει να είναι σε θέση να εισφέρει την αναγκαία πληροφορία κατά λόγο της επιστημονικής του ειδικότητας και να φέρει ταυτόχρονα και τη σχετική ευθύνη. Αυτό δυστυχώς δεν συμβαίνει πλέον. Στη σημερινή πραγματικότητα, τις διοικητικές πράξεις κατά κανόνα δεν τις διαμορφώνουν τα όργανα της Δημόσιας Διοίκησης. Ακόμα και το σύστημα της ανάθεσης στους αναδόχους του ιδιωτικού τομέα, οι οποίοι τουλάχιστον πρέπει να αναδεικνύονται μέσα από κάποιες διαδικασίες και να υπόκεινται σε αυστηρές προδιαγραφές και ελέγχους, τείνει να ξεπεραστεί. Σήμερα κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος η νέα πρακτική των δωρεών, μέσω των οποίων οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι διαμορφώνουν το περιεχόμενο ακόμα και των κανονιστικών ρυθμίσεων που τους αφορούν, λ.χ. σε ποιες περιοχές και με τι όρους θα ασκούν τις δραστηριότητές τους, με ποιο τρόπο θα αποκλείουν τους ανταγωνιστές τους κ.λπ. Στη συνέχεια δωρίζουν τις ρυθμίσεις αυτές στο κράτος το οποίο τις αποδέχεται και τις εφαρμόζει με ευγνωμοσύνη. Η αναγκαία επίφαση νομιμότητας παρέχεται με μια τελική έγκριση, η οποία είναι εκ των προτέρων εξασφαλισμένη με fast truck διαδικασίες και ασφυκτικές προθεσμίες.
ΜΕ ΑΥΤΑ και άλλα πολλά πετύχαμε το στόχο του Norquist. Πνίξαμε το κράτος σε μια μπανιέρα. Και μαζί με αυτό πνιγόμαστε κι εμείς στην πρώτη βροχή, παγώνουμε από τις τιμές των καυσίμων, καιγόμαστε από μια σπίθα που δεν έσβησε στην ώρα της, πεθαίνουμε μέσα στο ασφαλέστερο συγκοινωνιακό μέσο και βλέπουμε τη χώρα μας να γλιστρά όλο και περισσότερο μέσα από τα χέρια μας.
Μήπως κάτι δεν πάει καλά; Η απάντηση δεν είναι θέμα προσωπικής ιδεολογικής προτίμησης, έμπνευσης της στιγμής ή πετυχημένου επικοινωνιακού επιχειρήματος. Είναι θέμα επιστημονικό και ανήκει στους ειδικούς, τους επιστήμονες της Δημόσιας Διοίκησης. Είναι άραγε όλα όσα συμβαίνουν συμβατά με τις αρχές που διέπουν την οργάνωση της δομής και λειτουργίας όχι απλώς ενός μεγάλου συστήματος, λ.χ. μιας παγκόσμιας επιχείρησης, αλλά του συστήματος της Δημόσιας Διοίκησης που λειτουργεί για την εκπλήρωση του πολυδιάστατου εκείνου σκοπού που λέγεται δημόσιο συμφέρον; Αν ναι, δεν υπάρχει κανένας λόγος να διαμαρτυρόμαστε για το παρόν και να ανησυχούμε για το μέλλον. Αν όμως όχι, το βάρος πέφτει σε σας, τους ειδικούς επιστήμονες, για να το αναδείξετε, να το τεκμηριώσετε και να αποδείξετε τα συνταγματικά προβλήματα που εγείρει. Όχι μόνο χάριν της επιστήμης αλλά χάριν της ίδιας της αρχής της νομιμότητας και του Κράτους Δικαίου.
Στην ιστορία του διοικητικού δικαίου και της διοικητικής επιστήμης η παράβαση της διαδικασίας ήταν ανέκαθεν μια σοβαρή παρανομία και ένας βάσιμος τυπικός λόγος ακυρώσεως από τα δικαστήρια. Θεωρείτο όμως πάντα ένας λόγος δευτερεύων, ήσσονος σημασίας μπροστά στην παραβίαση ενός συνταγματικού δικαιώματος ή των ουσιαστικών διατάξεων ενός νόμου. Και ήταν κατά κανόνα μια πλημμέλεια θεραπεύσιμη. Αν δεν υπέγραψε ο αρμόδιος, αν δεν συγκλήθηκε νόμιμα το συλλογικό όργανο, αν παραλείφθηκε μια γνωμοδότηση ή δεν δημοσιεύθηκε προσηκόντως η πράξη, η Διοίκηση είχε τη δυνατότητα να επανέλθει και να διορθώσει τα τυπικά σφάλματά της.
Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Δεν πρόκειται πλέον για συμπτωματική παραβίαση μιας συγκεκριμένης διαδικασίας. Πρόκειται για συστηματική εξουδετέρωση της έννοιας της διοικητικής διαδικασίας αυτής καθ’ εαυτήν. Δεν πρόκειται πλέον για υπέρβαση ή μη νόμιμη άσκηση μιας αρμοδιότητας. Πρόκειται για κατάργηση της ίδιας της ουσίας και του περιεχομένου της αρμοδιότητας. Αυτά είναι ζητήματα νέα και, όπως αποδεικνύεται με τραγικό τρόπο, κρίσιμης σημασίας. Στο παρελθόν τα μεγάλα συνταγματικά ζητήματα αφορούσαν το ουσιαστικό περιεχόμενο της δικαιοσύνης. Με την πάροδο των αιώνων και χάρη στη συνεισφορά της φιλοσοφίας, της ηθικής και άλλων συναφών επιστημών, τα ζητήματα αυτά έχουν πλέον διευκρινιστεί. Έχουμε πλέον επίγνωση τι σημαίνει ισότητα, προστασία του περιβάλλοντος, βιώσιμη ανάπτυξη, κοινωνική πρόνοια κ.λπ. Γιατί δεν επέρχεται λοιπόν το ποθούμενο αποτέλεσμα; Ακριβώς διότι εξουδετερώθηκαν οι διαδικασίες εκείνες που μετουσιώνουν τις αφηρημένες αρχές και διακηρύξεις σε καθημερινή πραγματικότητα, διασφαλίζουν την αντικειμενικότητα, τη διαφάνεια, την πληρότητα και εγκυρότητα της πληροφορίας, αξιοποιούν την εμπειρία και εγγυώνται την ευθύνη. Είναι στο χέρι σας να αναδείξετε το μεγάλο αυτό πρόβλημα και να το θέσετε ενώπιον των άλλων δύο λειτουργιών, της νομοθετικής και της δικαστικής, ώστε το πολίτευμα το οποίο αποκαλούμε δημοκρατικό κράτος Δικαίου και Πρόνοιας να ξαναγίνει ένας ζωντανός, δυναμικός και αποτελεσματικός οργανισμός ο οποίος λειτουργεί προς το δημόσιο συμφέρον και όχι ένα απλό κέλυφος για να καλύπτει ο,τιδήποτε ήθελε αυθαίρετα προκύψει.
Σας ευχαριστώ για μια ακόμα φορά από καρδιά για τη μεγάλη τιμή να με δεχθείτε ως επίτιμο μέλος σας και για την ευκαιρία που μου δώσατε να επικοινωνήσω σήμερα από κοντά μαζί σας.